Του Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας | Romfea.gr
Πλησιάζουν οι Σαράντα Μάρτυρες. Μεθάυριο, το Σάββατο η μνήμη τους. Και φέτος είναι Ψυχοσάββατο.
Και οι φωκιανές μαννούλες και μικρομάννες, την νύχτα της γιορτής, θα πάνε στην θάλασσα, να πάρουν, από τα σαράντα κύματα, νερό αγιασμένο.
Πόσο ωραία ο λαός μας, ο ορθόδοξος ελληνικός λαός, ο κατατρεγμένος και πονεμένος λαός μας, συνδυάζει τις εκκλησιαστικές γιορτές με την καθημερινότητά του και την βιοπάλη!
Ας λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν και ας συνδυάζουν οι λαογράφοι και οι οικολόγοι τα εκκλησιαστικά πράγματα με τις αρχαιοελληνικές, τις ειδωλολατρικές δηλαδή, μνήμες.
Εμείς βλέπουμε την αγάπη του λαού μας στην Εκκλησία και την προσπάθειά του να εκκλησιαστικοποιεί κάθε ενέργειά του και να δοξάζει τον μόνο αληθινό Θεό μας.
Κατέβαιναν οι μάννες στην θάλασσα μπροστά στις Φώκιες, στην Μικρασία, και απέναντι ήταν ο ΑηΓιώργης, το νησάκι με τον ναό του Αγίου, με τα πολλά θαύματα.
Μας τα διηγούνταν ο μικρός ο Γιώργης, επίθετο Χαραλάμπους, που ο παπούς του ήταν προύχοντας, και είχε τις λίρες και όλα τα χρήματα σε ένα μικρό σεντουκάκι.
Το άνοιγε πού και πού και έβαζε τον Γιώργη να παίρνει όσα ήθελε. Πόσα να πάρουν οι μικρές παλάμες του παιδιού;! Μα χαίρονταν κι ο παπούς κι ο μικρός. Ο πατέρας είχε τις αλυκές και έβγαζαν ογδόντα τόννους άλας την χρονιά.
Αργότερα, τα αδέρφια γίναν ναυτικοί και πήγαιναν στο ψάρεμα. Τότε που ήρθαν πρόσφυγες στην Μυτιλήνη, την πρώτη φορά. Και ένα βράδυ τα παιδιά και ο πατέρας τους, ο πατέρας του Γιώργη με τα αδέρφια του, άργησαν να γυρίσουν.
Λίγο πιο εκεί από το σπίτι τους ήταν ένας ΑγιοΝικόλας, μικρό προσκυνητάρι στον δρόμο, και η μάννα με τις αδερφάδες τους κάθε βράδυ πήγαιναν την βόλτα τους, άναβαν και το καντήλι στον θαλασσηνό άγιο. Μα εκείνο το βράδυ ξεχάστηκαν και δεν πήγανε.
Κάθονταν έξω, στον ομπρόστη και περίμεναν να ρθουν τα παιδιά και ο πατέρας τους. Ο γήλιος πήγαινε να κρυφτεί και ακόμα να φανούν οι άντρες.
Από εκείνη την μεριά του δρόμου, νάσου ένας γεροντάκος κατάλευκος και πλησιάζει.
-Έλα να πιείς έναν καφέ, να ξαποστάσεις γιά λίγο γέροντα.
–Μετά χαράς. Πλησίασε, πέρασε στην αυλή και του πρόσφεραν κάθισμα. Ακούμπησε δυό λεπτά, να πάρει μιά ανάσα ο παπουλάκος.
–Απόψε ξεχαστήκατε. Δεν ήρθατε.
–Πού, καλέ μου, δεν φανήκαμε;
-Ε, να. Δεν πήγατε να ανάψετε στον ΑγιοΝικόλα το καντηλάκι του.
–Α, Γεροντά μου, να μας συγχωρέσεις. –Τα παιδιά δεν ήρθαν ακόμα.
–Όχι, δεν φάνηκαν.
– Μην στενοχωρεύεστε. Θα ρθουν.
-Έ, θα καθυστερήσουν ακόμα λίγο, αλλά θα φανούν. Μην στενοχωρεύεστε. Τα είπε, ήπιε τον καφέ και ξεκίνησε γιά παρακάτω.
Τα παιδιά τα είχαν πιάσει οι τούρκοι, έξω από τα ελληνικά νερά, λίγο πιο έξω από την Μυτιλήνη. Και τα είχαν τραβήξει απέναντι στο Λιμεναρχείο και ο ΑγιοΝικόλας το ήξερε. Αυτός πήγε να καθησυχάσει τις γυναίκες.
Αργότερα, πολύ αργότερα, είχε νυχτώσει γιά τα καλά, όταν κατέφτασαν οι ναυτικοί καταταλαιπωρημένοι από την περιπέτεια.
Ο ΑγιοΝικόλας αυτήν την φορά τους είχε σώσει. Άλλη φορά η Κυρά η Παναγιά, κι άλλη ο άγιος Τρύφων …
Αλλά ήρθε καιρός και ο αγιασμός από τους Σαράντα Μεγαλομάρτυρες χρειάστηκε. Σαράντα κύματα το νερό, σαράντα κύματα κι η ζωή.
Και τους ξέβρασε στην αρχή στην Γέρα, στην Μυτιλήνη, και στην συνέχεια στον Βόλο, στην Νέα Ιωνία. Κι απ’ εκεί, ο Γιώργης στο Άγιονόρος, καλόγερος σε μοναστήρι με τον ΑγιοΝικόλα, τον παπού μας, προστάτη.
Νά έχουμε την ευχή τους. Και οι Άγιοι Τεσσαράκοντα να βοηθάν, και να μην κάνουν πολύ κρύο εφέτος, που κρυώνει και παγώνει ο κόσμος.