«Αγαπήσατε τον Θεόν – Γνωριμία με τον γέροντα Σεραφείμ Δημόπουλο.». Ομιλία του π. Αιμιλιανού Προδρομίτου που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια των Ακαδημαϊκών και Πνευματικὠν Διαλόγων την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022, μετά από την ευγενή πρόσκληση του υπευθύνου των Ακαδημαϊκών Διαλόγων, πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κυρίου Σωσιπάτρου Πιτούλια, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, Κυρίου κ. Παντελεήμονος. Ο Θεός πρώτος αγάπησε τον άνθρωπο και τον καλεί σε μία αμφίδρομη αγαπητική σχέση. Η εορτή των Χριστουγέννων που πλησιάζει είναι μία αιτία να κατανοήσει ο άνθρωπος και να ανταποκριθεί σε αυτήν την αγάπη. Στον βίο του γέροντος Σεραφείμ Δημοπούλου (1937-2008), ενός «ασκητή μέσα στον σύγχρονο κόσμο», πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Λάρισας, βλέπουμε την πραγμάτωση αυτής της αγάπης μεταξύ Πλάστη και πλάσματος, η οποία σχετίζεται άμεσα και επεκτείνεται προς τον συνάνθρωπο.
Αγάπησον Αυτόν, ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν ότι Αυτός όλος αγάπη εστίν.
Ακολουθήσωμεν αυτόν αίροντες τον σταυρόν.
Ακολουθήσωμεν αυτόν και ευρήσωμεν την χαράν.
Αγαπήσατε τον Θεόν και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης αυτού.
(στίχοι από αυτοσχέδιο ύμνο
του οσίου πατρός ημών
Εφραίμ του Κατουνακιώτη).
Μέσα από τους παραπάνω στίχους που υπάρχουν ηχογραφημένοι σε ψηφιακό δίσκο που συνοδεύει το βιβλίο με τον βίο του, σε έκδοση του ιερού κελίου που εγκαταβίωσε, ο αγιώτατος αυτός νέος πατήρ της Εκκλησίας μας, με χαριτωμένο τρόπο, μας καλεί να μαθητεύσουμε κοντά του στην θεία αγάπη. Όχι τόσο με την απλοϊκή ψαλμωδία του σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, όσο με την προσευχητικά μελωδική κιθάρα της καρδιάς του, προτρέπει τον κάθε έναν από εμάς που τον ακούμε, και βέβαια τον ίδιο του τον εαυτό, στην τήρηση της πρώτης εντολής· της εντολής που μαζί με την προς τον συνάνθρωπο αγάπη αποτελούν την σύνοψη του μωσαϊκού νόμου και του προφητικού κηρύγματος. Ο όσιος μέσα σε λίγες γραμμές και με πολύ απλές λέξεις μάς παραδίδει πρακτικά μαθήματα θεολογίας και σωτηρίας.
Σεβαστέ μας Γέροντα,
σεβαστέ μας πάτερ Σωσίπατρε,
σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί·
βρισκόμαστε στον οικείο χώρο του Παυλείου πνευματικού κέντρου γιά να σας μιλήσουμε, μετά την ευγενική πρόσκληση του πανοσιολογιωτάτου συντονιστή της σειράς ομιλιών «Ακαδημαϊκοί και Πνευματικοί Διάλογοι», η οποία έγινε πριν από δύο εβδομάδες, πριν ξεκινήσει η ομιλία του σεβαστού μας Γέροντα γιά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Σήμερα, Κυριακή 11 Δεκεμβρίου, βρισκόμαστε ακριβώς δύο εβδομάδες μακριά από τον εορτασμό της μητρόπολης των εορτών, της κατά σάρκα γέννησης του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Η ημέρα αυτή ονομάζεται, όπως ακούσαμε σήμερα το πρωί στο συναξάρι, Κυριακή των Προπατόρων. Η Εκκλησία τιμά όλους εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν στην μακρά περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, «πρό νόμου καί ἐν νόμῳ» και σχημάτισαν την από καταβολής κόσμου γενεαλογική αλυσίδα που κατέληξε στον μνήστορα Ιωσήφ, «τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός». Ιδιαιτέρως μνημονεύονται αυτήν την ημέρα τέσσερα πρόσωπα: α), ο δίκαιος πατριάρχης Αβραάμ διότι αυτός πρώτος δέχθηκε την θεϊκή επαγγελία: Ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου -ἐν τῷ Χριστῷ, δηλαδή- πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. ιβ΄, 3 καὶ κβ΄, 18) και β) οι άγιοι τρεις παίδες οι εν καμίνῳ. Όπως μας παραδίδουν αρκετοί εκκλησιαστικοί πατέρες, ο άγγελος που παρουσιάστηκε μέσα στην χαλδαϊκή κάμινο και σκόρπισε τις φλόγες, διαφυλάσσοντας ακέραιους τους τρεις νέους, δεν ήταν άλλος από τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Δεν γνωρίζουμε γιατί αυτοί οι άγιοι μνημονεύονται ιδιαιτέρως σήμερα και μάλιστα στην υπακοή, στο κοντάκιο και τον οίκο της ημέρας, αλλά και την ερχόμενη Κυριακή· άλλωστε το κοντάκιο είναι ένα εκτενές υμνογραφικό έργο από το οποίο σήμερα διαβάζουμε μόνον την αρχή του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όπως τότε ο Λόγος του Θεού ως άγγελος ήρθε γιά να σώσει τους νέους από την φλογισμένη κάμινο, έτσι και με την κατά σάρκα γέννησή του, ήρθε ως Θεάνθρωπος στην φλογιζόμενη και ταλανιζόμενη από την αμαρτία ανθρωπότητα γιά να της δείξει οδούς σωτηρίας και αιώνιας ζωής.
Ίσως να αναρωτιέστε γιατί τα λέμε όλα αυτά. Τα λέμε διότι η μεγάλη εορτή της χριστιανοσύνης που πλησιάζει είναι μία από τις πολλές αφορμές που μπορούν να μας οδηγήσουν στην αγάπη του Θεού. Άλλωστε, ο τίτλος της ομιλίας μας είναι: ‘‘«Αγαπήσατε τον Θεόν». Γνωριμία με τον μακαριστό γέροντα Σεραφείμ Δημόπουλο’’. Ο γέροντας Σεραφείμ ήταν ένας άνθρωπος του Θεού που έζησε γιά αρκετά χρόνια στην γενέτειρά μας, στην πόλη της Λάρισας. Ο πλήρης τίτλος της ομιλίας είναι αυτός, αλλά γιά κάποιον λόγο, μάλλον από δικό μας λάθος, δεν ανακοινώθηκε ολόκληρος· να μας συγχωρείτε, άγιε υπεύθυνε των Ακαδημαϊκών και Πνευματικών Διαλόγων. Ας ξεκινήσουμε το πρώτο μέρος της ομιλίας μας, ζητώντας την ευχή των παρισταμένων πατέρων και, πρωτίστως, του γέροντα Σεραφείμ και παίρνοντας αφορμή από το συγγραφικό έργο του. Ένα από τα πολλά βιβλία -μικρά σε μέγεθος γιά ποιμαντικούς ίσως λόγους- που είχε συγγράψει, φέρει τον τίτλο: ‘‘ Ἡ μεγαλυτέρα τραγωδία ’’. Ασφαλώς ο τίτλος προκαλεί την περιέργειά μας. Διαβάζοντας το βιβλίο, όμως, θα διαπιστώσουμε ότι ο τίτλος του είναι απόλυτα επιτυχημένος. Αναφέρεται στην έξοδο των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Ένα γεγονός συνταρακτικό γιά τον άνθρωπο· θα λέγαμε ΤΟ συνταρακτικό γεγονός· ένα γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή μεγάλων οδυνών. Αλλά ας θυμηθούμε και πάλι τους πρώτους στίχους που ψάλλει ο όσιος παπαΕφραίμ: Αγάπησον Αυτόν, ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν. Αγάπησον Αυτόν ότι Αυτός όλος αγάπη εστίν. Ο Θεός, ο Θεός μας, μέσα στην ανείπωτη, απερίγραπτη και απέραντη αγάπη του γιά τον άνθρωπο, κατεργάστηκε την σωτηρία του αμαρτήσαντος πλάσματός του ήδη μέσα στον παράδεισο· «αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γενέσ. 3, 15) άκουσε ο τρισκατάρατος διάβολος, ο οποίος γνώριζε ήδη από τότε ότι κάποια στιγμή θα γεννηθεί αυτός που θα τον νικήσει. Η εορτή της του Χριστού γεννήσεως σημαίνει ακριβώς ότι αυτή η ώρα έφτασε και το κράτος του διαβόλου καταργήθηκε. «Ἦλθεν, ἔσωσεν ἡμᾶς, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ», θα ακούσουμε σε δύο εβδομάδες στο πρώτο τροπάριο της Λιτής. «Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός, τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ, ὁ Παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη, ὁ ὄφις κατηργήθη», θα ακούσουμε στον εσπερινό των αποστίχων. Η γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού αποδεικνύει ότι Εκείνος, ο προαιώνιος και παντοδύναμος Θεός, μας ΑΓΑΠάΕΙ. «Δι᾿ ἩΜᾶΣ γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Ενώ εμείς θα έπρεπε να τον αγαπούμε ως Δημιουργό του σύμπαντος, ως πλάστη μας, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει Αυτός, και όμως, Αυτός πρώτος «ἠγάπησεν ἡμᾶς». «Ὃς τὸν κόσμον σου οὕτως ἠγάπησας, ὥστε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ἰω. 3, 16), λέει μια ευχή της Θείας Λειτουργίας. Και τι δεν έκανε ο Θεός μας γιά τα πλάσματά του. Πάμε πάλι στην Θεία Λειτουργία, λίγο παρακάτω, αμέσως πριν τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων» (σε μετάφραση: «Αφού έχουμε θυμηθεί, λοιπόν, αυτήν την σωτήρια εντολή και όλα όσα έγιναν γιά χάρη μας, γιά δικό μας όφελος από τον Θεό») και συνεχίζει: «τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας». Ο προάναρχος και αιώνιος Θεός-Πατήρ έστειλε τον Λόγο του, τον Υιό του, τον ομόθρονο και ομοούσιό του -έχουν την ίδια ουσία Πατήρ και Υιός- στην γη γιά να φορέσει την σάρκα μας και να ζήσει ανάμεσά μας. Δέχτηκε να κυοφορηθεί σαν όλους εμάς στα σπλάγχνα της των αγίων αγιωτέρας Κυρίας ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Να γεννηθεί σε έναν κρύο στάβλο, χωρίς καμία ανθρώπινη παράκληση, κοντά στα ζώα που ο Ίδιος έκτισε. Να μεγαλώσει σαν ένας ακόμη άνθρωπος που ήρθε στον κόσμο και να αντιμετωπίσει, όπως και η Κυρία Θεοτόκος, τον χλευασμό από τους γύρω του. Ούτε οι αδελφοί του οι εξ αγχιστείας δεν τον υποστήριζαν, με εξαίρεση τον δίκαιο αδελφόθεο Ιάκωβο. Να πηγαίνει, όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, να βαπτιστεί, γυμνός μπροστά σε όλους, σαν να ήταν αμαρτωλός, ο αναμάρτητος. Θαυματούργησε, ανέστησε, θεράπευσε, ελευθέρωσε από δαιμόνια, έθρεψε, δίδαξε λόγους ζωής αιωνίου· παρηγόρησε, αλλά και έλεγξε όταν χρειάστηκε. Περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα με τα άγια πόδια Του, γονάτισε γιά να προσευχηθεί, γιά να μας δώσει παράδειγμα· ίδρωσε γιά εμάς, έκλαψε. «Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ» των αχράντων Παθών, της θριαμβευτικής Ανάστασης, της ένδοξης Ανάληψης, της εκ δεξιών του Θεού καθέδρας, αλλά και της Δευτέρας και ενδόξου Παρουσίας Του. Με όλα αυτά και άλλα που δεν είναι καταγεγραμμένα στα τέσσερα ευαγγέλια του κανόνα της Καινής Διαθήκης, ο Κύριός μας εξέχεε τον ατέλειωτο πλούτο της απέραντης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, προς όλους εμάς, τον καθένα ξεχωριστά. Γιά όλα αυτά, οφείλουμε να αγαπούμε τον Δημιουργό και Κτίστη των απάντων.
Αυτό το θέμα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και το αντίστροφο, διαπραγματεύεται μέσα σε πολλές από τις προσωπικές του σημειώσεις, ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης· ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του 20ού αιώνα που μέχρι την κοίμησή του κανείς σχεδόν δεν είχε συλλάβει το μέγεθος της αγιωσύνης του. Ο μαθητής του, ο συγκαταλεχθείς και αυτός στην χορεία των αγίων, Σωφρόνιος του Έσσεξ, ήταν ένας από αυτούς που συνειδητοποιήσαν τον γίγαντα του πνεύματος που κρυβόταν μέσα στο ρωμαλέο αλλά αποξηραμένο από την άσκηση σαρκίο του οσίου και έγινε μαθητής του. Στο πολύ γνωστό και σε μερικές δεκάδες γλωσσών μεταφρασμένο έργο του ‘‘ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης’’, παραθέτει αυτές τις σημειώσεις του γέροντά του μαζί με τον βίο του, και μάλιστα το κεφάλαιο περί της θείας αγάπης -δίψα Θεού είναι κατά γράμμα ο τίτλος του κεφαλαίου- το τοποθετεί πρώτο. Η φράση που ακούσαμε στην αρχή: «Αγάπησον Αυτόν, ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν» που έψαλε ο όσιος παπαΕφραίμ απορρέει ακριβώς από αυτά τα κείμενα του μεγάλου Ρώσου αγίου. «Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί μέ δάκρυα Τόν ζητώ. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Σύ μέ ζήτησες πρῶτος». Ο Κύριος επισκέφθηκε την ψυχή του αγίου και ενστάλαξε μέσα της την γλυκύτητα της Χάρης Του. Συνεχίζει ο όσιος: «Μοῦ ἔδωσες νά γευθῶ τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἡ ψυχή μου Σέ ἀγάπησε ἕως τέλους». Η ψυχή, λοιπόν, που θα νιώσει αυτήν την αγιοπνευματική γεύση, έλκεται προς τον Θεό και αν παραδοθεί στην θεία αγάπη, την «ἕως τέλους», τότε δεν επιθυμεί τίποτε άλλο στην γη, παρά μόνον την ένωση με τον Δημιουργό της. Την γεύση αυτήν, την αγιοπνευματική, την γνωρίζει η ψυχή και την θυμάται όταν την ξανααισθανθεί. Εξαρτάται, όμως, από την ζωή που διάγει ο άνθρωπος, τις προσωπικές του επιλογές, το περιβάλλον του. Ο όσιος Σιλουανός ως παιδί και ως νέος δέχθηκε επισκέψεις της χάριτος και είχε, μάλιστα, αποφασίσει σε νεαρή ηλικία να μονάσει. Ο πόθος της μοναχικής πολιτείας, όμως, έσβησε σιγά σιγά γιατί ο νεαρός Συμεών (αυτό ήταν το όνομα που είχε λάβει στο Άγιο Βάπτισμα) επηρεάστηκε από την τύρβη, τον θόρυβο της νεανικής ζωής. Λίγο πριν την στρατιωτική του θητεία, μία επιπλέον θεϊκή επίσκεψη τον έκανε να αποφασίσει αμετάκλητα την μοναχική αφιέρωση. «Ἄν δέν μέ προσείλκυες μέ τήν ἀγάπη Σου, δέν θά Σέ ζητοῦσα ὅπως Σέ ζητῶ», λέει παρακάτω, «ἀλλά τό Πνεῦμα σου τό Ἄγιο μοῦ ἔδωσε τό χάρισμα να Σέ γνωρίσω». Τι απλά λόγια χρησιμοποιεί αυτός ο αγράμματος ως προς την θύραθεν παιδεία, αλλά βαθιά προσευχόμενος άνθρωπος! Και πόσες βαθιές αλήθειες της πίστεως μάς αποκαλύπτει! Το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που μας κάνει να γνωρίσουμε τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι απολύτως απαραίτητη, γιά να προοδεύσει κανείς στην πνευματική ζωή και στην εν Θεώ αγάπη. Όπως σημειώνει ο μακαριστός πνευματικός παππούς μας, ο εν οσίοις Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, «πρέπει ο πνευματικός άνθρωπος μέσα στην ζωή του να κάνη το παν για να ελκύση, να κερδίση το Πνεύμα του Θεού». Γιατί; «Διότι, συνεχίζει, το Πνεύμα το Άγιον, ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρίσματα της πνευματικής ζωής». Γι᾿ αυτό, λοιπόν, ο όσιος Σιλουανός -κι εδώ θα κλείσουμε την αναφορά μας στην αγία μορφή του- γράφει λίγο παρακάτω: «Πολύ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος· αὐτό τό ἔμαθα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος κατά τό μέγα Του ἔλεος». Είδατε πώς οι άνθρωποι του Θεού λένε και γράφουν τα ίδια πράγματα, βάζοντας, βεβαίως, ο καθένας την δική του προσωπικότητα; Αυτό δείχνει ότι διαπνέονται και εμπνέονται από το αυτό Πνεύμα, που δεν είναι άλλο από το τρίτο πρόσωπο της μοναδικής και τρισυπόστατης Θεότητας, του Αγίου Τριαδικού Θεού μας. Το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που έμαθε στον όσιο Σιλουανό, αλλά και στον κάθε ένα από εμάς που το θέλει και το εκζητεί, μπορεί να διδάξει την θεία αγάπη.
«Πολύ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος!». Με αυτόν τον λόγο, θα εισέλθουμε στο δεύτερο μέρος της σημερινής μας ομιλίας, γιά να σας μιλήσουμε γιά τον γέροντα Σεραφείμ Δημόπουλο. Τι σχέση έχει αυτός ο λόγος με τον γέροντα; Μία παράφραση αυτού του λόγου απηύθυνε σε εμάς προσωπικά, την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007, ενώ μας μιλούσε με την χαρακτηριστική φωνή του γιά τον Θεό και μας συμβούλευε: «Παιδιά μου, σας αγαπάει ο Χριστός. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος που να σας αγαπάει περισσότερο από τον Χριστό». Αυτός που μας συμβούλευε αυτά τα πράγματα, τα είχε κατανοήσει ο ίδιος βιωματικά και τα ζούσε από τα νεανικά του χρόνια. Ήξερε ότι ο Χριστός τον αγαπά και ο ίδιος τον αγάπησε «ἕως τέλους», όπως ο όσιος Σιλουανός. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να σας παρουσιάσουμε λίγες εκφάνσεις αυτής της θείας αγάπης που περιέλουζε τον βίο και την πολιτεία του εν οσίοις γέροντα Σεραφείμ. Και λέμε εν οσίοις, όπως και προηγουμένως στην αναφορά μας στον γέροντα Αιμιλιανό, διότι δεν πρόκειται γιά οσίους επίσημα αναγνωρισμένους από την Εκκλησία μας, αλλά γιά ήδη οσίους μέσα στην συνείδηση των χριστιανών που τους γνώρισαν. Γιά τον γέροντα Σεραφείμ έχουν γραφτεί ήδη αρκετά άρθρα στο διαδίκτυο, καθώς και μερικά βιβλία με τίτλους όπως: «Γέρων Σεραφείμ Δημόπουλος: Ἕνας ἀσκητής μέσα στον σύγχρονο κόσμο» (έκδοση του έτους 2011 του συλλόγου ‘‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος’’ που ο ίδιος ίδρυσε) και «Γέρων Σεραφείμ Δημόπουλος: Το συναξάρι του κρυφού Αγίου της Λάρισας» (κείμενο του κυρίου Κων/νου Νούση, φιλολόγου και θεολόγου). Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε εις μνήμην και προς τιμήν του γέροντα εδώ, στην πόλη μας, εκτός των ορίων της Θεσσαλίας· δεν γνωρίζουμε αν ξαναέγινε αυτό. Η σύλληψη της ιδέας αυτής έγινε σχεδόν «ἅμα τῇ προτάσει» του αγίου υπευθύνου των Ακαδημαϊκών και Πνευματικών Διαλόγων.
Θα παραθέσουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία, τα οποία δανειζόμαστε κυρίως από το πρώτο βιβλίο που μνημονεύσαμε, του συλλόγου ‘‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος’’. Ο κατά κόσμον Χρήστος Δημόπουλος γεννήθηκε το έτος 1937 στο Ηράκλειο της Κρήτης από τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη Δημοπούλου. Ήταν ο δεύτερος από τα επτά αδέλφια του. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Σμύρνη και η οικογένειά του σχετιζόταν με τον άγιο ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης. Οι παππούδες, μετά τον ξεριζωμό, έμειναν γιά λίγο στην Αθήνα και από εκεί βρέθηκαν στο Ηράκλειο. Ο μικρός Χρήστος έλαβε χριστιανική ανατροφή από την ευσεβή μητέρα του. Από νωρίς εξεδήλωσε την αγάπη του προς την Εκκλησία και την κλίση του προς την ιερωσύνη. Ως παιδί αγρυπνούσε και προσευχόταν. Τα καλοκαίρια, στις διακοπές στην γιαγιά του, βάπτιζε τους συνομηλίκους του, θυμίζοντας το αντίστοιχο περιστατικό στον βίο του Μεγάλου Αθανασίου. Έδειχνε, επίσης, προτίμηση γιά την ασκητική ζωή. Παιδί ακόμη, είχε ζητήσει από τους γονείς του ξεχωριστό δωμάτιο. Η μητέρα του το επέτρεψε, αλλά ήθελε να κοιμάται μαζί του στο ίδιο δωμάτιο. Η Παναγία παρουσιάστηκε στον ύπνο της και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Από τότε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.
Ήταν επιμελής στα μαθήματά του και προσεκτικός στην ζωή του. Αγαπημένη του ενασχόληση ήταν η μελέτη. Τις Κυριακές και τις γιορτές δεν έλειπε από την Εκκλησία και από το Κατηχητικό. Σπούδασε την ιερή επιστήμη της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μια καθαρά προσωπική του επιλογή, ώστε να λάβει τα απαραίτητα εφόδια γιά να διακονήσει την Εκκλησία ως ιερέας. Βέβαια, οι γονείς του επιθυμούσαν να τον δουν πολιτικό μηχανικό ή καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης. Και πάλι η παρουσία της ίδιας της Παναγίας στην μητέρα του έκαμψε κάθε αντίσταση: «Μην τον εμποδίζεις», ήταν τα λόγια της.
Ως φοιτητής επισκεπτόταν Μοναστήρια. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τις Ιερές Μονές Αγίου Σεραφείμ του Δομβοΐτου στην Λειβαδιά και Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας της Πάρου, όπου τον σαγήνευσε η μοναχική ζωή των αδελφοτήτων και συνδέθηκε πνευματικά με τον οσίας μνήμης ηγούμενο της δεύτερης Μονής, π. Φιλόθεο Ζερβάκο. Αφού πήρε το πτυχίο της Θεολογίας, κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας έμεινε γιά ένα διάστημα στο Άγιον Όρος. Εκεί είχε την ιδιαίτερη ευλογία να μαθητεύσει κοντά σ᾿ έναν Σέρβο ασκητή, τον π. Γεώργιο Βίτκοβιτς, που μόναζε στο Παλιομονάστηρο της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος Ρωσικού. Σημειωτέον ότι ο π. Γεώργιος μαθήτευσε γιά λίγους μήνες κοντά στον όσιο Ιωσήφ του ησυχαστή, ενώ το τελευταίο εξάμηνο της σύντομης σχετικά και ισάγγελης βιοτής του (εκοιμήθη σε ηλικία 52 ετών) το πέρασε στην Νέα Σκήτη, στην σπηλιά του οσίου Ιωσήφ. Κοντά στον π. Γεώργιο, ο νεαρός στρατιώτης της πατρίδας μας Χρήστος και μετέπειτα στρατιώτης του Χριστού π. Σεραφείμ, μυήθηκε στην νοερά προσευχή. Βέβαια, δεν έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος· ο Θεός θα «κατηύθυνε τά διαβήματά του» σε άλλη οδό σωτηρίας. Επιτρέψτε μας εδώ να παρουσιάσουμε ένα μέρος της καθημερινότητας του π. Γεωργίου Βίτκοβιτς· κι αυτό διότι ο μετέπειτα π. Σεραφείμ, όταν θα βρισκόταν στην Λάρισα θα αντέγραφε, ουσιαστικά, τον τρόπο ζωής του σε πολύ μεγάλο βαθμό. Άνθρωποι που τον γνώριζαν και είχαν μπει στο κελί του π. Σεραφείμ μπορούσαν να παρατηρήσουν τις ομοιότητες στην διατροφή, την ενδυμασία, την εμφάνιση, την συμπεριφορά και την άσκηση των δύο αγίων ανδρών. Η καθημερινή τροφή, λοιπόν, του π. Γεωργίου ήταν μουσκεμένα κομμάτια ψωμιού. Μόνον το Σαββατοκύριακο μαγείρευε, αλλά τι μαγείρευε; Άγρια χόρτα με λάδι. Το κομποσχοίνι ήταν συνεχώς στα χέρια του. Κάθε μέρα έκανε πεντακόσιες στρωτές μετάνοιες. Τις νύχτες αγρυπνούσε προσευχόμενος έξω από το κελί του, ακόμη κι όταν είχε τσουχτερό κρύο. Στο κελί του είχε λίγα βιβλία και στο κέντρο λίγο άχυρο, πάνω στο οποίο έκανε τις μετάνοιές του και ξάπλωνε· ο καθημερινός ύπνος του ήταν μόλις τρεις ώρες. Η περιουσία του ήταν το μοναδικό τριμμένο ράσο του, ένα ζευγάρι τρύπιες, χοντροραμμένες μπότες κι ένας ξύλινος σταυρός στον λαιμό του. Τα ‘‘απόθεματα’’ τροφής του ήταν ξερά κομμάτια ψωμί, μισοσαπισμένες πράσινες ελιές και τσάι του βουνού, μόνιμα ριγμένο μέσα σε μία χύτρα.
Αλλά ας επανέλθουμε στον νεαρό Χρήστο. Ο Χρήστος αποστρατεύτηκε και επέστρεψε στην πατρίδα του, την Κρήτη. Δεν γύρισε, όμως στο σπίτι του, αλλά μετέβη στην Μητρόπολη Κισάμου. Ένας ταπεινός μοναχός, ο π. Γερβάσιος που ζούσε ως ερημίτης στην περιοχή, ασκεί και αυτός με την σειρά του βαθιά επίδραση στην ψυχή του νεαρού θεολόγου. Αλλά δεν ήταν μόνον οι εν ζωή ασκητές. Από την χορεία των αγίων, ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτός ο τόσο γνωστός και αγαπητός μυστικός πατήρ του 18ου και 19ου αιώνα τον εντυπωσίασε τόσο πολύ με το παράδειγμά του που αποφάσισε να εκδώσει βιβλίο με τον βίο, την διδασκαλία και τα θαύματά του. Υπάρχει ένα ρητό που λέει: «Οι ήρωες και οι άγιοι αναδεικνύουν νέους ήρωες και αγίους». Αυτό ίσχυσε κατά γράμμα στην περίπτωση του τιμωμένου σήμερα γέροντα.
Ο Χρήστος δεν γύρισε, λοιπόν, στο σπίτι του, αλλά συνδέθηκε με τον μητροπολίτη Κισάμου Ειρηναίο, ο οποίος το 1965 τον χειροτόνησε διάκονο και το επόμενο έτος πρεσβύτερο. Το όνομα Σεραφείμ το έλαβε λόγω της μεγάλης του ευλάβειας προς τους δύο προαναφερθέντες ομωνύμους του αγίους, Σεραφείμ τον Δομβοΐτη και Σεραφείμ του Σάρωφ. Διακόνησε ως κληρικός την Μητρόπολη Κισάμου, ενώ το 1969 ήρθε γιά πρώτη φορά στην Λάρισα. Το 1977 μετέβη στην Γερμανία, όπου είχε γίνει μητροπολίτης ο από Κισάμου Ειρηναίος. Εν συνεχεία μετατέθηκε στην Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων. Εκεί, διακόνησε κυρίως στην κωμόπολη του Παλαμά. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συστήσει οικοτροφείο, πράγμα που κατάφερε σύντομα αλλά με πολλούς κόπους. Προτίμησε, χαρακτηριστικά, να κοιμάται στο γραφείο της ενορίας και να μη νοικιάσει σπίτι, ώστε να διαθέτει τον μισθό του γιά την λειτουργία του οικοτροφείου. Μια φορά αρρώστησε με 40 πυρετό και ζήτησε από ενορίτη του να του δανείσει μία δραχμή γιά να αγοράσει μια ασπιρίνη… Δυστυχώς, ο αρχιμανδρίτης Σεραφείμ, όπως έχει γίνει σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, συκοφαντήθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ενορία του. Μετά από δύο ενδιάμεσους σταθμούς διακονίας, ιερατικής στο χωριό Αμπελάκια και ιεραποστολικής γιά πάνω από έναν χρόνο στην ανατολική και κεντρική Αφρική, ήρθε και πάλι στην Λάρισα. Η Λάρισα έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Εκεί έμεινε μέχρι και την οσιακή του κοίμηση, το 2008. Ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική και ιεραποστολική δραστηριότητα, η οποία όμως ποτέ δεν έβγαινε στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Ήταν, άλλωστε, δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτός ο ιερωμένος που ζούσε μόνος του, σ᾿ ένα σπιτάκι μέσα στα χωράφια και που -σύμφωνα με μαρτυρία ευεργετηθέντα οικοτρόφου του- «φορούσε τρύπια και κομμένα παπούτσια και ήταν συνήθως ατημέλητος» θα μπορούσε να επιτελεί ένα τέτοιο μεγάλο έργο. Και όμως, αυτός ο ρακένδυτος παππούλης δικαίως αποκαλούνταν από μερικούς: ‘‘αρχιεπίσκοπος των φτωχών’’. Από τις πρώτες του προτεραιότητες στην Λάρισα ήταν η ίδρυση οικοτροφείου γιά μαθητές Γυμνασίου. Ήθελε να στεγάσει και να στηρίξει υλικά και πνευματικά τα φτωχά παιδιά των γύρω χωριών που έρχονταν στην πόλη να μάθουν γράμματα. Το οικοτροφείο του, μετά από τρία χρόνια απέκτησε μόνιμη στέγη. Σταδιακά, η μέριμνα του γέροντα Σεραφείμ επεκτάθηκε και στις ενδεείς κοινωνικές ομάδες, αλλά και στους αλλοδαπούς. Έδινε κυριολεκτικά ό, τι είχε. Γιά τον εαυτό του δεν κρατούσε τίποτε. Εκτός από την υλική βοήθεια, παρείχε και πνευματική: Βάπτισε πάνω από χίλιους αλλοδαπούς· εφοδίασε πολλούς με την Καινή Διαθήκη, λειτουργικά και άλλα βιβλία μεταφρασμένα κυρίως στα αλβανικά. Φιλοξενούσε στο σπιτάκι του αλλοδαπούς που δεν είχαν άδεια παραμονής, παρόλο που γνώριζε ότι κάποιοι τον εξαπατούσαν. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ίδρυσε μέχρι και βρεφονηπιακό σταθμό! Αλλά δεν ήταν μόνον οι ενδεείς ενήλικες και παιδιά αποδέκτες της μεγάλης, ανιδιοτελούς αγάπης του. Πολλοί κρατούμενοι στις φυλακές της πόλης ωφελήθηκαν ποικιλοτρόπως από τον γέροντα· μάθανε τις αλήθειες της πίστεώς μας ακούγοντας τα κηρύγματά του, συμμετείχαν στην Θεία Λειτουργία, άκουσαν τις νουθεσίες του, ενώ πολλοί αλλόθρησκοι βαπτίστηκαν. Η υλική βοήθεια που λάβανε από τα φιλάνθρωπα χέρια του περιττεύει να αναφέρουμε πόση πολλή ήταν και σε τι συνίστατο. Ο γέροντας δεν έκανε διάκριση στην εθνικότητα και το θρήσκευμα των φυλακισμένων ούτε έδινε σημασία στην βαρύτητα των παραπτωμάτων τους. Βοηθούσε όσους περισσότερους μπορούσε, ακόμη και από φυλακές άλλων πόλεων. Όσο γιά την ιεραποστολική του δράση, εκτός από τα έτη 1978-1979 που «ἰδίαις χερσί» διακόνησε τους αδελφούς της Μαύρης Ηπείρου, καθ᾿ όλην την δεκαετία του 1980 έστελνε μεγάλες αποστολές φαρμάκων, εκκλησιαστικών, σχολικών και άλλων ειδών και χρημάτων στην Καμπάλα, πρωτεύουσα της Ουγκάντα. Οι εκκλησίες αυτής της χώρας αλλά και άλλων όπως της Κένυας, του Ζαΐρ, της Γκάνας και της νεοσύστατης τότε εκκλησίας της γειτονικής Αλβανίας, δέχτηκαν επανειλημμένως την έμπρακτη αγάπη του.
Ας έλθουμε τώρα στην περιγραφή της ασκητικής του ζωής. Από το 1989 μέχρι την τελευτή του, ζούσε σε ένα σπιτάκι, χτισμένο από τον ίδιο. Ένα σπιτάκι σαν περιστερώνας, ανάμεσα στα χωράφια, λίγο παρακάτω από τις φυλακές της πόλης επί της οδού Καρδίτσης, στην ίδια οδό που βρίσκεται και το πατρικό σπίτι μας. Ακάλυπτο απ᾿ όλες τις μεριές του, εκτεθειμένο στο φοβερό κρύο και την ανυπόφορη ζέστη που χαρακτηρίζουν το κλίμα της Λάρισας, καθώς και την αυξημένη υγρασία που επικρατεί τοπικά. Το μαρτυρούμε αυτό με κάθε παρρησία, καθώς ζήσαμε στην Λάρισα γιά 25 χρόνια. Αλλά δεν είναι μόνον οι φυλακές. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται επίσης το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης, καθώς και το νέο κοιμητήριο. Με κέντρο το σπιτάκι του γέροντα, τα τρία αυτά δημόσια κτίρια σχηματίζουν ένα ιδιότυπο τρίγωνο, το λεγόμενο τρίγωνο του ‘‘ανθρωπίνου πόνου’’. (Στο εικονάκι που θα σας μοιράσουμε…) Στο σπιτάκι αυτό ο γέροντας δεν είχε ανεμιστήρα ή κάτι παρόμοιο· μόνο μια παλιά ξυλόσομπα γιά τον χειμώνα που δεν την άναβε παρά μόνον όταν είχε επισκέπτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπομονής: Τον Δεκέμβριο του 2001 με την μεγάλη χιονόπτωση, η θερμοκρασία άγγιζε τους -27ο Κελσίου και ο γέροντας είπε σε κάποιον συνεργάτη του που τον επισκέφθηκε: «Απόψε πρέπει να έκανε λίγο κρύο!». Η σόμπα, βέβαια, σβηστή. Ανέπαυε το σώμα του γιά λίγες ώρες κάτω στο πάτωμα, μιμούμενος τον ασκητή π. Γεώργιο που αναφέραμε παραπάνω. Είχε ηλεκτρικό ρεύμα στο σπιτάκι του, αλλά το χρησιμοποιούσε σπάνια· μια λάμπα στο ισόγειο άναβε, πάλι όταν είχε επισκέπτες. Μια φορά ο υπάλληλος της ΔΕΗ ήρθε να καταγράψει την κατανάλωση ρεύματος και είδε ότι το ρολόι έγραφε την ίδια ένδειξη με την προηγούμενη φορά! «Απουσιάζατε, πάτερ;». Και η απάντηση του γέροντα: «Όχι»!
Νήστευε πολύ και μαγείρευε σπάνια. Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή περνούσε μόνο με Θεία Κοινωνία, αντίδωρο και αγιασμό. Ό, τι τρόφιμα του πήγαιναν τα άφηνε γιά καιρό στην θέση που του τα πρόσφεραν. Λίγο πρόσφορο μετά την Θεία Λειτουργία ή κόλλυβα από μνημόσυνο ήταν αρκετά. Νερό, κι αυτό λίγο, έπινε από το λάστιχο της βρύσης στην αυλή, μέσα σε ό, τι δοχείο έβρισκε μπροστά του. Σκληραγωγούσε με κάθε τρόπο τον εαυτό του, ή όπως έλεγε ο ίδιος, «τον σκυλοβασάνιζε». «Ο κάθε άνθρωπος, έλεγε, θα πρέπει να αγωνίζεται σκληρά κατά των παθών. Τα πάθη να τα λιώνει, να τα σβήνει, να τα πατάει κάτω…». Μέχρι και τα δόντια του έβγαζε μόνος! Αν και δεν δεχόταν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη γιά τον εαυτό του, πάντα συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά να πηγαίνουν στους γιατρούς. Δεν λουζόταν ποτέ, αλλά δεν μύριζε και μερικές φορές ευωδίαζε αισθητά! Είναι αυτονόητο πως τα καινούρια ρούχα ήταν άγνωστη ποσότητα γιά τον γέροντα. Παντού και πάντοτε με παλιά, τριμμένα ράσα. Γιά τα παπούτσια δε, μιλήσαμε νωρίτερα. «Ο Χριστός μας ήταν ανυπόδητος και μονοχίτων, έτσι πρέπει να είμαστε και μεις», έλεγε. Έκρυβε με μεγάλη επιμέλεια τους προσωπικούς του αγώνες και την εσωτερική του ζωή. Τις νύχτες, «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», αγρυπνούσε προσευχόμενος γιά όλους. Συμβούλευε: «Θα κοιμηθείς λίγο, θα ξυπνήσεις στις 12 τα μεσάνυχτα και θα προσευχηθείς με το κομποσχοίνι.» Και άλλοτε: «Θα νιώσετε μεγάλη χαρά και αγαλλίαση». Ως προς το θέμα της προσευχής θα καταθέσουμε και την δική μας μαρτυρία: (Με την προσευχή, παιδιά μου, μπορείτε να πετύχετε πολλά πράγματα…).
Εραστής της σιωπής και της ησυχίας, ζούσε στην κυριολεξία ως ερημίτης μέσα στον κόσμο. Οι ασκητικοί του αγώνες δεν άφηναν, βεβαίως, τον πονηρό αδιάφορο· έδινε κυριολεκτικά μάχες με τα δαιμόνια. Είπε σε συνεργάτη του: «Απόψε δεν με άφησαν καθόλου να κοιμηθώ. Ξαγρύπνησα όλη τη νύχτα σ᾿ αυτή εδώ τη γωνία», δείχνοντας το σημείο. Άλλες φορές μονολογούσε, δείχνοντας την πατρικότητά του: «Τα βάζεις με τα παιδιά μου, ε! Αν θέλεις, έλα χτύπα εμένα, όχι τα παιδιά μου».
Ευλαβούνταν ιδιαιτέρως τους αγίους ασκητές και ερημίτες, όπως οι όσιοι Παύλος ο Θηβαίος και Ονούφριος. Από τους συγχρόνους του οσιακής βιοτής πατέρες τους οσίους πλέον Παΐσιο, Πορφύριο, Ιάκωβο, τον πατριάρχη Σερβίας Παύλο και τον μητροπολίτη Σιατίστης και Σισανίου Αντώνιο. Κυρίως όμως τους οσίους Παΐσιο και Πορφύριο, τους οποίους συμβουλευόταν και στους οποίους προσευχόταν. «Εγώ, έλεγε κάθε φορά που τους επικαλέσθηκα, δέχθηκα τη βοήθειά τους». Ενώ από τον άγιο Παΐσιο ζήτησε ευλογία να μείνει πίσω από τις φυλακές της Λάρισας.
Βέβαια, και ο όσιος Παΐσιος με την σειρά του τιμούσε και αναγνώριζε την αγιότητα του γέροντα Σεραφείμ. Σε μια παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στη Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ». Την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Ο γέροντας έτρεφε μεγάλη ευλάβεια γιά το Άγιον Όρος και έλεγε: «Αυτά που κάνουμε εμείς εδώ κηρύγματα, φιλανθρωπίες… είναι γιά τα νήπια. Το Άγιο Όρος είναι το Πανεπιστήμιο. Εκεί οι μοναχοί δεν κόβουν τα πάθη, αλλά γνωρίζουν μεθόδους που ξεριζώνουν τα πάθη μια γιά πάντα. Ο μοναχός πρέπει να κάθεται στο κελί του κι ας μην κάνει πολλά πνευματικά. Εάν ο μοναχός βγαίνει έξω στον κόσμο, δεν κάνει καμιά προκοπή».
Η ιερωσύνη γιά τον γέροντα ήταν το σπουδαιότερο έργο επάνω στην γη. Γι᾿ αυτήν σπούδασε την θεολογική επιστήμη. Πήγαινε πολύ νωρίς στον ναό. Μέσα στην ακολουθία κινούνταν αργά και με πολλή ευλάβεια. Λειτουργούσε ήρεμα και κατανυκτικά, απαγγέλοντας τις ιερατικές εκφωνήσεις με σιγανή φωνή. Ήθελε απόλυτη ησυχία και σιωπή μέσα στον ναό κατά την διάρκεια της θείας λατρείας, διότι πίστευε ότι μέσω της σιωπής λατρεύεται απερίσπαστα ο άγιος Τριαδικός Θεός. Συμβούλευε τους ιερείς ως προς την σοβαρότητα, την ευλάβεια και την ιεροπρέπεια κατά την τέλεση των καθηκόντων τους. Ο νους τους να είναι απερίσπαστος και αυτοσυγκεντρωμένος. Να κρατούν στα χέρια τους την ‘‘φυλλάδα’’ της Θείας Λειτουργίας ως το ανώτερο δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος. Να υπακούν και να σέβονται την παράδοση της Εκκλησίας, μακριά από νεωτερισμούς. Να μην περιορίζονται στην τέλεση των μυστηρίων και των ακολουθιών. Να προσεύχονται και να αγρυπνούν. Να μελετούν το Ευαγγέλιο, να κάνουν γενικότερα θεωρητική ζωή. Με αυτόν τον τρόπο θα ελκύουν τον λαό. Εδώ να πούμε, σεβαστοί μου πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί, ότι ο λόγος του γέροντα Σεραφείμ είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρος. Και μάλιστα, όχι μόνον ο κλήρος αλλά και ο λαός χρειάζεται αυτήν την στροφή προς τα έσω, την σιωπή, την μόνωση, την άσκηση, την προσευχή. Κατά παρόμοιο τρόπο ο σεβαστός Γέροντάς μας στην δική του ομιλία πριν από δύο εβδομάδες είχε πει πολύ σύντομα, αλλά περιεκτικά και εννοώντας όλα τα παραπάνω, ότι η Εκκλησία πολύ λίγο ωφελήθηκε από την εξωστρέφεια των τελευταίων χρόνων.
Ως πνευματικός ο γέροντας χαρακτηριζόταν από μεγάλη επιείκεια. Πάντα τόνιζε την σημασία του πνευματικού αγώνα του πιστού και στενοχωριόταν όταν διαπίστωνε πνευματική στασιμότητα. Συνιστούσε την συχνή Θεία Κοινωνία, ιδίως γιά τους πάσχοντες από ψυχικά νοσήματα. Τόνιζε ότι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μεταμορφώνει όλον τον άνθρωπο, αναζωογονεί την ψυχή και το σώμα, ανανεώνει τα κύτταρά του. Το ότι καθοδήγησε και παρηγόρησε χιλιάδες ψυχών, είναι ευκόλως εννοούμενο αλλά μη παραλειπόμενο.
Αν υπάρχει κάτι που ήταν το σήμα κατατεθέν του γέροντα Σεραφείμ, αυτό ήταν οι ‘‘παραξενιές’’ του· παραξενιές που υιοθετούσε γιά να θολώσει τα νερά και να κρύβει τον πνευματικό του πλούτο. Διότι ήταν φυσικό με αυτήν την ζωή που έκανε να αποκτήσει φήμη εν ζωή αγίου. «Κακό πράγμα, έλεγε να σου βγει το όνομα ότι είσαι πνευματικός. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα του διαβόλου γιά έναν ιερέα από την τιμή». Έτσι εξηγούνταν τα αχτένιστα μαλλιά, τα παλιά, βρώμικα ρούχα, τα τρύπια παπούτσια, τα άμφια διαφορετικού χρώματος που συνήθιζε να φοράει στις ιερές ακολουθίες. Να πούμε και άλλα παραδείγματα; Το ότι άφησε σε προσκύνημα στο Άγιον Όρος τον συνοδό του και γύρισε πίσω μόνος· το ότι πέταξε αμέσως καινούριο ζευγάρι παπουτσιών που του προσέφερε μία κυρία στην αυλή του σπιτιού του. Αλλά η τελευταία εκδήλωση σαλότητας που θα σας παραθέσουμε, νομίζουμε πως είναι η πλέον αντιπροσωπευτική: Ιεροψάλτης πήρε τον γέροντα από το σπιτάκι του με το αυτοκίνητο. Στην πόλη σταμάτησε γιά μια προσωπική του δουλειά και επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, τι αντίκρυσε; Τον γέροντα να έχει βάλει τα πόδια του στο ταμπλό του αυτοκινήτου, με ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού και οι άνθρωποι να στέκονται και να τον κοιτούν. Μάλλον ήταν η απάντηση του γέροντα στον ίδιο, γιατί ο συγκεκριμένος ιεροψάλτης επαινούσε την ασκητική του βιοτή.
Κατά την γνώμη μας, πάντως, η πιο μεγάλη ‘‘παραξενιά’’ του γέροντα Σεραφείμ ήτανε άλλη: Αυτός ο άνθρωπος με το ατημέλητο παρουσιαστικό και το κοντό ανάστημα, που φαινόταν απλησίαστος και ακοινώνητος, ήταν ένας πολύ μορφωμένος κληρικός, με σημαντικό συγγραφικό έργο. Σχεδόν πενήντα βιβλία συνέγραψε, στην πλειοψηφία τους μικρά σε μέγεθος, σε απλό και εύληπτο λόγο, όπως είπαμε και στην αρχή της ομιλίας μας· βιβλία που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική ωφέλεια των Λαρισαίων, και όχι μόνο, πιστεύουμε. Αυτός ο άνθρωπος, επίσης, πριν ξεκινήσει να μιλάει στο εκκλησίασμα, αναρωτιόσουν, αν δεν τον ήξερες, τι θα μπορούσε να πει. Κι όμως, όταν άνοιγε το στόμα του και μιλούσε, χρειαζόσουν χρόνο ώστε να ξεπεράσεις τον θαυμασμό και την απορία που σου προκαλούσε ο λόγος του. Και γι᾿ αυτό σας μαρτυρούμε «μετά λόγου γνώσεως», διότι την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007 ακούσαμε τον γέροντα να κηρύττει, κοιτάζοντας συνεχώς μπροστά και επάνω και, εννοείται, χωρίς κείμενο. Εκείνο που δεν ήταν καθόλου παράξενο, όμως, ήταν το ότι στο πρόσωπο του γέροντα μπορούσε κανείς να διακρίνει εύκολα τον άνθρωπο που κατανόησε την αγάπη του Θεού προς το πρόσωπό του και ανταποκρίθηκε σε αυτήν, αγαπώντας με απαθές πάθος τον Θεό, την Αυτοαγάπη, αλλά και την εικόνα του, τον άνθρωπο, εκπληρώνοντας τον λόγο του αββά Απολλώ: «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου!».
Θα θέλαμε να τελειώσουμε την σημερινή ομιλία μας με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον ξεκινήσαμε· ακούγοντας τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη που ο γέροντας Σεραφείμ τόσο ευλαβούνταν, να μας μιλάει με την σειρά του, με απερίγραπτη γλυκύτητα, γιά την αγάπη του Χριστού:
«Από αυτήν την ημέρα και εις το εξής, από αυτήν την ώρα, από αυτό το λεπτό ας αγαπήσουμε τον Θεό υπεράνω όλων», όπως μας προτρέπει ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας. Αμήν. Καλά Χριστούγεννα, αδελφοί μου.