Μέγας Κανόνας και Χαιρετισμοί. Δυό σκέψεις.
Το εσπέρας σχεδόν κάθε Παρασκευής, κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, διαβάζεται το Μικρό Απόδειπνο και μαζί προστίθενται οι Στάσεις των Χαιρετισμών της Κυρίας Θεοτόκου.
Και ενώ το καθημερινό Απόδειπνο, σαν ακολουθία, πολύ τελευταία άρχισε να συγκινεί περισσότερο τους πιστούς, η Ακολουθία των Χαιρετισμών όχι απλώς συγκινεί αλλά συγκλονίζει κάθε ορθόδοξη καρδιά. Είναι η αγάπη στην Κυρία Θεοτόκο.
Αυτές όμως οι σκέψεις άλλο θέλουν να σχολιάσουν.
Αρχίζοντας η Σαρακοστή, στις πρώτες μέρες, σε στάσεις, ψάλλουμε τον Μέγα Κανόνα, ποίημα του Αγίου Ανδρέα του Ιεροσολυμίτη, μοναχού στον Άγιο Σάββα και αρχιεπισκόπου Κρήτης.
Σημαδιακή η πρώτη φράση στα ψαλλόμενα τροπάρια. «Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις;» Σαν τον Αδάμ ο πιστός θρηνεί, έξω από τον Παράδεισο, τον άθλιο βίο του, όχι σαν το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σαν Αδάμ, σαν Ισραηλίτης, σαν άνθρωπος που πίκρανα τον Θεό πατέρα, στις διάφορες φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
Ο μακαριστός και εν οσίοις Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ συνήθιζε να ψάλει πολλές φορές μέσα στον ετήσιο κύκλο του χρόνου τον Μέγα Κανόνα, και να θρηνεί, όπως και ο πνευματικός του πατέρας, ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ως Αδάμ, την έξωση από τον Παράδεισο και το δράμα της ζωής μας.
Και από σήμερα, σε τέσσερεις συνεχόμενες Παρασκευές, ψάλλουμε τον Ακάθιστο Ύμνο. Κωνσταντινουπολίτικη η παράδοση και ο Όσιος Ρωμανός ο Μελῳδός ο υμνογράφος του Κοντακίου.
Από την μία τα Ιεροσόλυμα με τον Μέγα Κανόνα και την θρηνητική ῳδή, και από την άλλη η Βασιλεύουσα με τον Ακάθιστο Ύμνο.
Και στην μέση, μεταξύ Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, μεθόριος, ένα πρόσωπο που έφερε κάτι άλλο στον κόσμο. Η Κυρία Θεοτόκος, που παρουσιάζεται ως χαράς αιτία.
Και η Ακολουθά του Αποδείπνου, μεγάλου και μικρού, συνδυάζει τις δύο παραδόσεις, ενώνει τις δύο καταστάσεις.
Και εκεί που απελπισμένος ψάχνω τί να πρωτοκλάψω και τί να πρωτοθρηνήσω, τώρα έχω αντιλήπτορα, έχω παράκληση και βοήθεια, την αιτία και την γεννήτρια της χαράς, την Κυρία Θεοτόκο.
Στην αρχή της Σαρακοστής, ψάχνω αρχή γιά τον αιώνιο θρήνω, μέχρι να γυρίσει όποιος το αξίζει και αγωνίστηκε γιά αυτό, στον Παράδεισο. Αλλά κάθε Παρασκευή, θα λέμε στην αιτία της χαράς, την Κυρία Θεοτόκο να μας χαριτώνει τον νου και να μας δίνει χαρά, όσοι βοούμε και της προ(σ)φέρουμε το Χαίρε, να συνεχίζουμε αυτόν τον ύμνο.
Και στον Κανόνα που ψάλλουμε αλλά και στους στίχους των Οίκων του Κοντακίου η έννοια της χαράς πρωτοστατεί.
Πριν καιρό, ένα σεβαστό πρόσωπο μας απεύθυνε τον χαιρετισμό «Ευλογείτε»και αντί να της ανταποδώσουμε με την επίκληση του Κυρίου, της είπαμε «Χαίρετε» και πολύ παραξενεύτηκε. Βλέποντάς την σε αυτήν την αδημονία, της ανφέραμε ότι ο αναστημένος Ιησούς με την λέξη αυτήν απευθύνθηκε στους αγίους μαθητές του και αποστόλους.
Και με την αγιογραφική μαρτυρία η γιαγιούλα με την οποία μιλούσαμε πείστηκε ότι η χαρά είναι βασικό, το πιο θεμελιώδες ίσως, στοιχείο στην εκκλησιαστική μας ζωή.
Πολλές φορές, βλέπεις πρόσωπα καταθλιπτικά να μιλούν τον θεολογικό λόγο με άνεση και ευφράδεια, αλλά το ύφος τους δεν πείθει, γιατί καταλαβαίνεις ότι λείπει η χαρά, ως ορθόδοξο γνήσιο βίωμα.
Ο μακαριστός καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου παπα Φιλάρετος έλεγε επτά φορές την ημέρα τους Χαιρετισμούς στην Κυρία Θεοτόκο. Και εμείς, που ζάλες και τρικυμία παθών μας βολοδέρνει, δεν μπορούμε τελευταία να τους τελειώσουμε ούτε μία φορά.
Όμως εελπίζουμε ότι θα πτεροφυήσει και πάλι η χαρά του Χριστού μέσα μας και θα συνεχίζουμε να βοούμε το Χαίρε στην Κυρία μας Θεοτόκου. Εξάλλου, μόνο μία στάση των Χαιρετισμών της τελειώσαμε. Μας απομένουν άλλες τρεις.
Και στο τέλος, πάλι θα ψάλλουμε ολόκληρον τον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα και θα προφέρουμε ολόκληρον τον Κανόνα και το Κοντάκιο προς την χαράς αιτία.
Έτσι γίνεται στην Εκκλησία. Ο οίνος προσφέρεται σαν κρασί, η θλίψη ανακατώνεται με χαρά και γίνεται χαρμολύπη, μέχρι να εκπηγάσει εκ του τάφου η Ζωή και η Ανάσταση, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Και σαν ιστορικό και ετήσιο γεγονός, αλλά κυρίως σαν προσωπικό και εγκάρδιο βαθύ βίωμα.