Δεκατριάχρονες
Η περίπτωση της δεκατριάχρονης που αναστάτωσε, δήθεν, το πανελλήνιο, ξεσήκωσε τόσα σχόλια. Αλλά, τελικά, άνθρακες ο θησαυρός. Και το κάρβουνο, λένε, όταν είναι αναμμένο καίει και όταν είσαι σβυσμένο μουτζουρώνει.
Ας μπει όποιος θέλει σε νεανική σελίδα, ενός ανηψιού του γιά παράδειγμα, ή ανηψιάς του, ακόμα χειρότερα – καλύτερα, ήθελα να πω – και θα καταλάβει πού βρίσκεται η σημερινή νεολαία, ο ανθός της Ελλάδας, η νιότη της πατρίδας, η ελπίδα του μέλλοντος.
Είχαμε σχολιάσει παλαιότερα δύο σλόγκαν που τα έγραψαν παιδιά, αλλά η περίπτωση τώρα είναι ακόμα πιο σοβαρή.
Έχω δύο ανάλογες περιπτώσεις και θα ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σας.
1.Ο γιός φίλου μας είναι στα δεκαεφτά μισό. Το καλοκαίρι στην παραλία του Πλαταμώνα, γνώρισε μία κοπελίτσα, στα δεκαέξι της, και αυτή προσκάλεσε τον Δήμο στο σπίτι τους στην Καρδίτσα.
Ο πατέρας του αγοριού, που πίστευε πως έγινε άντρας, αναστατώθηκε και μας τηλεφώνησε, μέσα στα νεύρα και στον φόβο. Και τί να πεις σε έναν πατέρα, σε μία τέτοια περίπτωση;
– Γέροντα, δεν ξέρω τί να κάνω. Έχω νεύρα αλλά και φοβάμαι.
– Θα κάνεις αυτό που θα σε πώ; – Έτσι που είμαι, κάνω ό,τι πεις.
– Θα τηλεφωνήσεις στον πατέρα του κοριτσιού, και, αν αυτός το δεχτεί, ας πάει το παλληκαράκι. – Μα πώς θα τηλεφωνήσω; Δεν τόν ξέρω τον άνθρωπο. – Άκου, θα βάλεις μπροστά την πατρική καρδιά και θα τον μιλήσεις. Θα τον πεις την πρό(σ)κληση της κόρης του, και θα προσθέσεις ότι τα παιδιά είναι ανήλικα. Και ο γιός σου και η κόρη του. Θέλει να φιλοξενήσει τον γιό σου στο σπίτι του; Και θα δεις. Όλα θα πάνε καλά. Θα προσευχηθούμε και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν.
Πράγματι. Ο φίλος μας πήρε τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της κοπέλλας, σε πόλη της Θεσσαλίας.
-Φίλε μου, δεν γνωριζόμαστε, αλλά έχω αυτό το πρόβλημα και, σε παρακαλώ, να βρούμε λύση.
Ο καρδιτσιώτης πατέρας έμεινε σύξυλος. Δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Και, εμφανώς τσατισμένος, λέει στον ημαθιώτη πατέρα: -Φίλε μου, σε ευχαριστώ που με ενημέρωσες. Δεν ήξερα τίποτα.
Τελικά, η θυγατέρα είχε νουθετηθεί σχετικά από την μάννα …
2.Ένα απόγευμα, ήρθε μία κοπελλίτσα, αρκετά μεγαλόσωμη γιά την ηλικία της. Ηλικία; Δεκατράχρονη.
Από εδώ και κάτω τα νεύρα μας θέλουν προσοχή, μην πάθουμε κανένα σοκ.
Η «μικρή» ήταν πρώτη η δευτέρα γυμνασίου – δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Είπε ότι είχε κάνει τέσσερεις, πολύ καλά το διαβάσατε, τέσσερεις εκτρώσεις, αρχίζοντας από την ηλικία των !!!;;;… εννέα, ναι, ακριβώς, εννέα ετών …
Τρομοκρατήθηκα, αλλά αγωνίστηκα να μην ουρλιάξω από πόνο και θλίψη. Συγκρατήθηκα και δεν είπα τίποτα. Δεν θυμάμαι αν αδιόρατα έσφιξα τα χείλη. Δεν ήθελα καθόλου να προσθέσω πόνο στον πόνο του παιδιού.
Όταν τελείωσε όσα είχε να πει και, μετά την ευχή σηκώθηκε να φύγει, την ξεπροβόδησα μέχρι την εξωτερική πόρτα. Και προσπαθώντας να την ανοίξω, το παιδί έπεσε στην αγκαλιά μου, μάλλον καλύτερα με αγκάλιασε με τα παιδικά αλλά μεγάλα χεράκια του, και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. –Παιδί μου, ο Θεός σε συγχώρησε, μην κλαίς.
-Πάτερ, δεν κλαίω από λύπη. Από χαρά κλαίω. Πρώτη φορά ακούω ότι υπάρχει αγάπη χωρίς ανταλλάγματα και ότι ο Χριστός μας αγαπάει. Εμένα, κάθε βράδυ ο πατέρας με έλεγε με ποιόν θα πάω – την συμβούλευε δηλαδή και την νουθετούσε, γεμάτος πατρική στοργή και αγάπη – και η μητέρα με ρωτούσε πώς τα πέρασα.
Τώρα, τί να πεις; Πού να χτίσεις; Πώς να κολλήσεις τα συντρίμμια ενός παιδιού και τί ελπίδα να το δώσεις;
Σήμερα το πρωΐ, έκανα μία ερώτηση σε έναν μεγαλοδικηγόρο, εδώ στην πόλη μας, που, όπως με το θύμησε, πηγαίναμε παιδιά μαζί στο κατηχητικό. – Δε μου λές, αδερφέ, εσύ που είσαι δικηγόρος, σε έβλαψε το κατηχητικό, που πηγαίναμε παιδιά; – Όχι, βέβαια. Αντίθετα με οφέλησε σε πάρα πολλά πράγματα γιά την ζωή μου. Και κυρίως περάσαμε ανέμελα την νιότη μας.
Η νεολαία της πατρίδας μου είναι προδομένη. Είναι απελπισμένη. Δεν ξέρει πού πατά και πού βαδίζει, όπως λέει και ο Σαββόπουλος. Δεν έχει στήριγμα. Και το τραγικότερο: Δεν γνώρισε την Εκκλησία.
Η εικοσαετία 1980-2000 κατέστρεψε την ελληνική κοινωνία και διέλυσε τον κοινωνικό ιστό της οικογένειας.
Και τώρα καταργούν και το μάθημα των θρησκευτικών.
Αλλοίμονο. Τα παιδιά είναι αβοήθητα σε ένα πέλαγος τρικυμισμένο, που λέγεται ζωή.
Ο Χριστός το είχε καταλάβει, όταν έλεγε: αφήστε τα παιδιά να ρθούν κοντά μου και μην τα εμποδίζετε. Δεν εννοούσε φαίνεται μόνο τα βρέφη.
Σήμερα, οι γονείς εμποδίζουν τα παιδιά της Ελλάδας να πάνε κοντά στον Χριστό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και το τίμημα είναι βαρύ, όχι μόνο γιά τα παιδιά, αλλά γιά την ελληνική, σαπισμένη, κοινωνία.
Αλλά, πάλι ο Χριστός μας είπε, ότι μέσα στην σαπίλα κυοφορείται ένα αισιόδοξο και καλύτερο μέλλον, του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεπομένου.
Αδέρφια, Χριστός Ανέστη.