Από Αδάμ …

Οι παπούδες μας, από Αδάμ μέχρι και Ιωσήφ του μνήστορος

Άραγε, αδερφέ μου, θυμάσαι το όνομα του παπού σου; Έ, Βέβαια. Αφού έχεις το όνομά του και πιθανώς ακόμα να ζή. Αλλά του προπάπου σου, ή του παπού του παπού σου; Μάλλον όχι. Δύσκολο.

Έχεις ακούσει την φράση: «αναντάμ παπαντάμ»; Συχνά λέγεται, όταν μιλάμε γιά το παρελθόν. Τώρα τελευταία όμως οι άνθρωποι τέτοιες φράσεις τις ξεχνούν, αφού δεν τους νοιάζει σχεδόν καθόλου το παρελθόν και η ιστορία. Παρά, προσβλέπουν σε ένα αβέβαιο μέλλον, που έχουν προδιαγράψει την φαύλη πορεία του.

Αναντάμ, λοιπόν, θα πει από τον Αδάμ και εξής.

Όμως στο Άγιο Ευαγγέλιο που θα ακούσουμε αυτήν την Κυριακή, ο απόστολος και ευαγγελιστής Άγιος Ματθαίος θα μας αναφέρει και θα ακούσουμε όλους τους παπουλήδες του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από τον άγιο Αβραάμ μέχρι και τον άγιο Ιωσήφ, που έλαβε την Κυρία Θεοτόκο και την φύλαξε σαν την κόρη των ματιών του, μέχρι να γεννήσει τον Ιησού, και από εκεί και ύστερα.

Στο Συναξάρι της ημέρας, ο ποιητής Χριστοφόρος Μυτηλιναίος τράβηξε και ακόμα παραπίσω τους προγόνους του Κυρίου, και έφτασε μέχρι τον παπού μας τον Άγιο Αδάμ, Αναντάμ.

Τί σημαίνει όλος αυτός ο κατάλογος τόσων γενεών και τόσων ονομάτων; Έχει κανένα νόημα αυτή η απαρίθμηση; Και όχι μόνον αυτό, αλλά κάπου κάπου γράφει ο άγιος ευαγγελιστής, τόσες και τόσες και άλλες τόσες γενιές.

Ώ, Κύριέ μου Ιησού, Ώ, Χριστέ και Θεέ μου, πόσες γενιές ανθρώπων σε περίμεναν; Πόσες χιλιάδες κόσμος βογγούσαν και περίμεναν, και στέναζαν και φώναζαν, γιατί αργείς;

Μία μεγάλη αλυσσίδα, που, τότε που έφυγε από τον Παράδεισον εκείνον το θεόπλαστο ζεύγος, ο Αδάμ και η Εύα, δέθηκε στο δέντρο της ζωής,. Και απλωνόταν και απλωνόταν μέσα στον κόσμο. Και ο ένας παπούς μας έδινε τον κρίκο του στον επόμενο και εκείνος στον άλλο και ο άλλος στον επόμενο. Και φτάσαμε μέχρι τον Ιωσήφ.

Πόση ευγνωμοσύνη έχουμε σε όλην αυτήν την μακρυά αλυσσίδα; Και κυρίως στον ΓεροΙωσήφ, στον πατέρα του Αγίου Ιακώβου, του Ιωσή και της Μαρίας;

Σήμερα το πρωΐ, ένα καλογεράκι μας με εξομολογήθηκε ότι χθές, που βγήκε γιά εργασίες κρύωνε και σκέφτηκε ότι τέτοιες μέρες η Παναγία μας γεννούσε. Επάνω στο ευλογημένο εκείνο γαϊδουράκι που το κρατούσε ο μικρός Ιάκωβος, η αγία οικογένεια πήγαινε στην Βηθλεέμ. Τί κρύο, τί φόβοι; Και αυτή, η Κυρία των αγγέλων, ήταν μικρή παιδούλα. Είχε-δεν είχε συμπληρώσει τα δεκαέξι. Και εκεί στην φάτνη; Τί να συνάντησαν; Ώ, Κύριε, πόσο ταπεινώθηκες και πόσο σε ταπεινώσαμε και πόσο σε ταπεινώνουμε;

Λέγαμε γιά τους προπάτορες του Κυρίου. Δεν μιλάμε γιά κάποιους Εβραίους, δεν γράφουμε γενιές Ισραηλιτών. Μνημονεύουμε τίμια πρόσωπα, που έκαναν υπακοή στο θέλημα του Θεού. Που κράτησαν σφιχτά την αλυσσίδα που λέγαμε, γιά να ανοίξουν τον δρόμο και να ρθει η λύτρωση. Να ρθει ο Χριστός.

Πόσες φορές, ψάχνεις έναν άνθρωπο να σε βοηθήσει σε κάτι που έχεις ανάγκη, και δεν τον βρίσκεις. Άμα βρεις έναν τέτοιον άνθρωπο, πόσο θα χαρείς; Έ, έτσι έγινε και με τους προγόνους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Φόβοι, αμφιβολίες, ειδωλολατρείες, αμαρτίες, αρνήσεις, όοολα ξεπεράστηκαν.

Και βρέθηκε η Κυρία Θεοτόκος. Μικρή παιδούλα. Παρθένος. Όταν ο δαίμονας άκουγε γιά παρθένο, προσπαθούσε να βρεί τρόπο να την φθείρει. Γιατί; Γιατί ο προφήτης το είχε πει ότι ο Μεσσίας θα γεννηθεί από μία παιδούλα παρθένο. Τότε τα μικρά κορίτσια έμεναν παρθένοι. Ήταν ομώνυμες οι λέξεις νεάνις και παρθένος. Δεν ήταν σαν σήμερα που μάννες, πατεράδες και θυγατέρες και γιοί, όλοι αγωνίζονται να εξαφανιστεί από την γη η παρθενία.

Η Μαρία, γεμάτη σύνεση, σοφία και γνώση, και κυρίως και πρωτίστως ταπείνωση, δέχθηκε να γίνει η νύφη της Αγίας Τριάδας και να φέρει στον κόσμο τον Θεό Λόγο, τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό.

Γιά αυτόν τον λόγο, οι σοφοί γέροντες της Συναγωγής επέλεξαν με θαυμαστό και θαυματουργικό τρόπο τον γερο Ιωσήφ τον ξυλουργό, γιά να φυλάξει την τιμή και την παρθενία της Μαριάμ. Αυτός ήταν ο λόγος, που έδωσαν την μικρή κόρη στον Γέροντα Ιωσήφ, και κανένας άλλος. Δεν την «αρραβώνιασαν» γιά να την παντρέψουν αργότερα δηλαδή. Να τα  ξεκαθαρίζουμε αυτά, γιατί κάποιοι ανόητοι, και μάλλον βλαμμένοι, αιρετικοί, τα ερμηνεύουν όπως θέλουν, οι ανόητοι και ξεμωραμένοι.

Κάποτε, σε μία στάση στην Συμβασιλεύουσα, περίμενα αστικό. Με πλησιάζει ένας τριαντάρης και άρχισε τα κοπλιμέντα. Δεν με καλοάρεσε. Και κάποια στιγμή τον ρωτάω: «Τι λες γιά την Κυρία Θεοτόκο;» Και απαντάει: «Ποιά; Την Μαρία της Ναζαρέτ;» «Φύγε, μη σου αστράψω κανένα χαστούκι και μας ακούσει όλη η Μακεδονία» είπα και εξαφανίστηκε.

Η Κυρία Θεοτόκος, η Πανάχραντη Παναγία μου, η μάννα του Κυρίου μου Ιησού. Η γλυκυτάτη και Πασίχαρις Δέσποινα. Η νύμφη της Αγίας Τριάδος. Η μετά Θεόν θεός μου.

 

Ώρες μας μένουν γιά να προσκυνήσουμε πάλι και πάλιν και πολλάκις την Γέννα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αδερφέ και φίλε. Έχουμε χρόνο, αν το θελήσουμε. Λίγος ακόμα αγώνας, λίγες ακόμα γονυκλισίες, λίγη ακόμα και βαθύτερη ταπείνωση, λίγη ακόμα ελεημοσύνη από το περίσσευμα και καλύτερα από το υστέρημα.

Καλό και Ευλογημένο και το εφετεινό Άγιο Δωδεκαήμερο, αδερφοί και φίλοι μας. Χρόνια Πολλά.

Ευλογημένος ο ερχόμενος Εμ-μανουήλ, ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός.

Εύχεσθε και γιά εμάς τους μοναχούς. Έχουμε ανάγκη τις προσευχές όλων σας.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top