Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου, καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου -Σκήτη Βερροίας: Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου 2020. Πτολεμαΐδα, «Ο Καλός Σαμαρείτης». Ομιλία: «Είσοδος στην Εκκλησία».
«Είσοδος στην Εκκλησία».
Άγιε Πρωτοσύγκελλε, αγαπητέ μας πάτερ Νικηφόρε, Κυρία Πρόεδρε, Αγαπητοί μας αδελφοί, Σεβαστοί πατέρες,
Ξεκίνησε εχθές ο δεύτερος μήνας του Νέου Έτους, με την εορτή του Αγίου Τρύφωνος, του αγίου που είναι προστάτης των χωραφιών και των αμπελώνων, αλλά και των οικόσιτων πετεινών, αφού ο ίδιος έβοσκε χήνες.
Και σήμερα είμαστε κοντά Σας, ύστερα από Πρόσκληση της Κυρίας Προέδρου του καλού Σαμαρείτη, και πριν αρχίσουμε να αναφερόμαστε στην Ομιλία μας, θα θέλαμε να Σάς πούμε ότι εσείς βέβαια έχετε το όνομα τού Καλού Σαμαρείτη, αλλά έχουμε και την Αγία Φωτεινή την Σαμαρείτισσα, που εορτάζει μέσα στον Φεβρουάριο, στις 26 Φεβρουαρίου, την ίδια ημέρα που η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του Αγίου Πορφυρίου, Επισκόπου Γάζης, του Θεσσαλονικέως, που έχομε το όνομά του. Έχομε δηλαδή μία μακρινή συγγένεια εξ ονόματος και εορτής. Σαν να λέμε δηλαδή, ότι ήρθαμε σε συγγενείς μας απόψε.
Σήμερα, λοιπόν, ο Καλός Σαμαρείτης, δηλαδή όλοι Εσείς, εορτάζετε την εορτή του Συλλόγου Σας.
Η Υπαπαντή είναι η εορτή Σας. Η Υπαπαντή είναι ίσως η πιό πλήρης, ηλικιακά τουλάχιστον, εορτή, εφόσον είναι παρούσες όλες οι ηλικίες. Αλλά κατ’ εξοχήν είναι η εορτή κατά την οποία ο μικρός Ιησούς κάνει την είσοδό του στην Εκκλησία. Και αυτός είναι και ο τίτλος της Ομιλίας μας: «Είσοδος στην Εκκλησία».
Δεν έχει φύγει, λοιπόν, ακόμα από επάνω μας το θυμίαμα από τον πρωϊνό δικό μας εκκλησιασμό, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, και, φυσικώ τω λόγω, αυτά που έχω σημειώσει να σας πω δεν μπορούν να ξεφύγουν και πολύ από όσα ακούμε από εψές το βράδυ γιά αυτήν την ωραία εορτή, κατά τον πανηγυρικό Εσπερινό, και σήμερα στον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία. Εξάλλου, η αυριανή ημέρα είναι αφιερωμένη από την Αγία Εκκλησία μας στα δύο κυριότερα πρόσωπα της εορτής της Υπαπαντής, στους υπερήλικες προφήτες, τον Συμεών, σχεδόν τριακοσίων ετών -ναι, καλά ακούσατε- και της Άννας, ογδοντατεσσάρων ετών. Και γιά αρκετές ημέρες θα ψάλουμε τροπάρια από την Ακολουθία της κυριωνύμου ημέρας.
Η εορτή που εορτάζομε, η εορτή της Υπαπαντής, θα τολμούσα να πω ότι είναι η πιό χαρούμενη και η πιό πλήρης εορτή. Θα την χαρακτήριζα και ως την πιό κοινωνική δεσποτική εορτή. Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι είναι η εορτή της μεγάλης υπομονής. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι είναι η εορτή με πολύ πλούσιο και πρωτότυπο λεξιλόγιο, με λέξεις πρωτάκουστες., του μεγάλου λεξιπλάστη υμνογράφου, αγίου Κοσμά του ποιητή, αδελφού θετού του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού. Νά μερικές από αυτές: «ἀπερίγραπτος Λόγος, ἐποχούμενος δόξῃ, Ἄνθραξ ὁ προοφθείς, κεχαριτωμένη Θεοτόκος, ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, βροτὸν τὸν οὐράνιον Θεὸν ὀπτανόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις, Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσε ποτέ, πρωτότοκος Λόγος, πρωτοτοκούμενος Μητρί, ἀπειράνδρῳ, ὁ σκιᾷ κεκμηκώς, Ἱεροπρεπῶς ἀνθωμολογεῖτο, Ἄννα ὑποφητεύουσα» και τόσες άλλες ακόμα.
Επίσης είναι η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επίσημα στον κόσμο. Είναι η εορτή που τονίζει με το τρίτο κυρίως προφητικό ανάγνωσμα, την ελευθερία του λαού του Θεού από τον νοητό και κοσμικό Αιγύπτιο Φαραώ.
Και πάλι, είναι η εορτή που έχει όλες τις ανθρώπινες ηλικίες, όπως ήδη είπαμε, και επί πλέον έχει και εκπροσώπους από το κτιστό βασίλειο.
Είναι η «Είσοδος στην Εκκλησία».
Αυτή λοιπόν η γιορτή είναι ο κάναβος επάνω στον οποίο θα σχεδιάσουμε την Ομιλία μας.
Κατ’ αρχάς, πριν πούμε όσα γράψαμε, πρέπει να ευχαριστήσουμε τους Καλούς Σαμαρείτες της Πτολεμαΐδας γιά την Πρόσκληση. Στο Άγιο Ευαγγέλιο γίνεται λόγος γιά έναν καλό Σαμαρείτη και αυτός βρέθηκε με το ζόρι, και εδώ στην Πτολεμαΐδα είσαστε τόσοι πολλοί, ξεκινώντας από την ΚυραΚίτσα την Αντιπρόεδρό Σας, που θυμίζει την Προφήτιδα Άννα της σημερινής εορτής, και αυτό όχι μόνον ηλικιακά.
Η κυρία Πρόεδρος μάς βρήκε και μάς ειδοποίησε διαδικτυακά και μάς κάλεσε επισήμως. Ευχαριστώ πολύ και γιά την Αφίσα. Τελικά μία φωτογραφία δεν είναι μόνο χίλιες λέξεις, αλλά είναι ένα ολόκληρο παράθυρο ζωής.
Και αφού πήραμε τις απαραίτητες ευλογίες και συγκαταθέσεις από τις Εκκλησιαστικές μας Αρχές, βρισκόμαστε απόψε κοντά σας. Ο πολύ αγαπητός Άγιος Πρωτοσύγκελλος μάς είναι ιδιαίτερα σεβαστός, αφού είναι, μαζί με όλα τα άλλα, και κτίτορας Μοναστηρίου, αφιερωμένου στον Άγιο Κοσμά τον Ισαπόστολο, τον Αθωνίτη, τον Αιτωλό, που είναι και δικός μας Άγιος, αφού πέρασε από το Μοναστήρι μας.
Η ιστορία της εορτής μας, λοιπόν, αδελφοί μου, πολύ γνωστή και συνηθισμένη θά έλεγα. Είναι σχετικά μία νεότερη εορτή, στον εορταστικό κύκλο των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αν και στηρίζεται σε μία αρχαιότατη επιταγή του Μωσαϊκού Νόμου. Ήρθε αυτή η εορτή στην Βασιλεύουσα τον 6ο αιώνα, από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και έτσι διαδόθηκε και επικράτησε σε όλη την Ορθοδοξία.
Μία επιταγή του Νόμου λοιπόν εορτάζουμε στην Υπαπαντή.
Ο Μωσαϊκός Νόμος, που δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό, στο Όρος Σινά, επιτάσσει: Κάθε παιδί που γεννιέται θα παρουσιάζεται στον Ναό. «Πάν ἄρσεν το τήν μήτραν διανοῖγον», θα το υποδέχεται ο ιερέας και θα το ευλογεί. Και έτσι θα αρχίζει την ζωή του.
Η παρουσίαση στον Ναό, η είσοδος στην Εκκλησία, ως φυσικός χώρος και κτίσμα, φανερώνει την παρουσίαση πνευματικά αλλά και ουσιαστικά μπροστά στον Θεό.
Ο Ιησούς δεν είναι μόνον αυτός, που ως Θεός, έδωσε τον Νόμο, αλλά είναι και εκπληρωτής μέχρι κεραίας, του Νόμου, γιά να τον καταργήσει στην συνέχεια, προσφέροντας την χάρη, μέσα στην Αγία Εκκλησία μας.
Βέβαια, προηγήθηκε η περιτομή, αλλά αυτή η εορτή είναι μάλλον πιό ιδιωτική, θα μπορούσαμε να πούμε.
Ε, λοιπόν, εδώ ξεκινάει το πρόβλημα, που η Εορτή της Υπαπαντής μάς το ξεκαθαρίζει.
Ποιό είναι αυτό το πρόβλημα;
Η παρουσίαση, αλλά και η παρουσία μας, ενώπιον του Θεού.
Στην σημερινή μας εορτή έχομε μία λειτουργική πράξη, πίσω από την οποία όμως κρύβεται μία στάση ζωής.
Η λειτουργική πράξη είναι η παρουσία σε βρεφική ηλικία μπροστά στο ιερατείο μέσα στον ναό. Η υποστατική πράξη είναι η κατενώπιον Θεού παρουσία μας, κάθε στιγμή της επίγειας ζωής μας.
Πόσο όμως αντέχουμε μία τέτοια παρουσίαση, ενώπιον του Θεού, που τελικά είναι απολύτως απαραίτητη;
Βρισκόμαστε σε μία πόλη, εδώ στην Πτολεμαΐδα, που, τουλάχιστο στα παλαιότερα χρόνια, είχε καλή μαρτυρία σε αυτό το θέμα. Έχει πιστόν κόσμο, καλούς χριστιανούς, πιστούς πρόσφυγες. Έχετε πολλές σχετικά Εκκλησίες.
Σήμερα δεν ξέρω τί γίνεται. Υφίσταται μάλλον και εδώ ό,τι γίνεται παντού στην Ελλάδα, ίσως και σε άλλες χώρες.
Αυτή, λοιπόν, η κατ’ ενώπιον του Θεού παρουσία είναι ένα παιχνίδι γιά σκληρούς παίκτες. Πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Θεό βρέθηκε ο μικρός Ιησούς αυτήν την ημέρα. Ο θεάνθρωπος Ιησούς στον Ναό του. Ο «παλαιός των ημερών», όπως ακούσαμε στα τροπάρια, «βρέφος αγκαλοφορούμενο».
Μέσα στον παράδεισο έγινε η πρώτη «απουσία» του Θεού. Ο Θεός βέβαια ποτέ δεν είναι απών, όσο και αν συχνά δεν φαίνεται ή «εσκεμμένα» κρύβεται. Ο «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», εκεί, μέσα στον Παράδεισο, ρώτησε την τόσο γνωστή φράση: «Ἀδάμ, πού εἶ;» Ξέρουμε ότι Αδάμ σημαίνει χοϊκός, χωματένιος, άνθρωπος. Συνεπώς ο Θεός είπε: «Άνθρωπε, πού είσαι;» Να το πάμε και λίγο παραπέρα: «Παιδί μου, πού είσαι;»
Δεν ήξερε ο Θεός πού βρίσκεται το πλάσμα του, το δημιούργημά του; Προφανώς, ήξερε. Τότε γιατί τον φωνάζει, και τον ψάχνει; Ακριβώς διότι πρέπει ο Αδάμ, εθελουσίως να παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό του.
Έτσι όπως εξελίχτηκε η ερώτηση του Θεού Πατέρα, μέσα στον παράδεισο, μάλλον εσάς τους γονείς πολύ σάς εκφράζει.
«Παιδί μου, πού είσαι;»
Και αφού πέρασαν τα χρόνια, γιά να μην δυσκολεύει ο Θεός τα πράγματα, είπε: Κάθε παιδί που θα γεννιέται, θα το φέρνετε μπροστά μου, εδώ, στον Ναό, όπου κατοικώ, γιά να το βλέπω και να το ευλογώ.
Και αυτό να συμβαίνει στην παιδική του ηλικία, που μπορούμε, και εσείς οι άνθρωποι και εγώ ο Θεός, κάπως να το χειριστούμε. Πάντως εγώ, ο Θεός, θέλω να το δώ, να το βλέπω και να το ευλογήσω και να το ευλογώ. Αργότερα το παιδί θα μεγαλώσει, και δεν θα με θέλει. Και εσάς τους γονείς δεν θα σάς θέλει το παιδί Σας. Θα κρύβεται, κάθε φορά που θα κάνει καμιά ζαβολιά. Εγώ και τότε θα το θέλω, θα το αγαπώ, θα το ψάχνω, αλλά αυτό θα με φοβάται.
Οι αναφορές μας στην σχέση των μεγάλων με τα παιδιά, στις ημέρες αυτές, είναι πολύ επίκαιρη, ύστερα από όσα μάς γίνονται γνωστά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Έτσι έχουν τα πράγματα, αγαπητοί μου, αν διαβάσουμε τα ιερά κείμενα που ακούσαμε στον Εσπερινό εψές και όλη την Ιερή Ακολουθία της εορτής της Υπαπαντής, αν τα διαβάσουμε «από μέσα».
Και λοιπόν, μία κοπελίτσα στα δεκαέξι της με έναν μπόμπιρα στην αγκαλιά, έναν μνηστήρα σοβαρό και ιεροπρεπή, ετών εβδομήντα και περισσότερο, προχωρούν και μπαίνουν στον Ναό του Σολομώντος – εκεί γινόταν αυτή η συνάντηση, του Θεού και του νέου ανθρώπου, η Είσοδός του στην Εκκλησία. Η Υπαντή, η Υπαπαντή του νέου παιδίου, του σαρανταήμερου Εμμανουήλ, του βρέφους Ιησού.
Και εκεί τους περίμεναν κάποιοι «γνωστοί». Μία γερόντισσα, Ογδοντατεσσάρων ετών και ο Γέρων Συμεών, ξεχασμένος, θα έλεγα, από τον θάνατο. Έλαβε μέρος στην Μετάφραση των Εβδομήκοντα, που έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ. από 72 δίγλωσσους Ιουδαίους, κατά μία εκδοχή, πριν την γέννηση του Χριστού, πολύ πριν γεννηθεί ο Χριστός. Ήταν 114 ετών, κατά μία άλλη εκδοχή. «Είδον γαρ τοις οφθαλμοίς μου το σωτήριόν Σου» αναφώνησε. Πόσα χρόνια περίμενε; Θα πρέπει να είχε ξεπεράσει τους τρεις αιώνες ζωής. Και όμως, περίμενε.
Και, πιό μέσα, ο αρχιερέας που την γνώριζε αυτήν την μικρομάννα. Αυτός, ο ΓεροΖαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, την είχε υποδεχθεί πριν δεκατρία χρόνια, μικρό κοριτσάκι, και την εισήγαγε στα άδυτα, στα Άγια των Αγίων. Και τώρα, βλέποντας να εξελίσσονται οι Γραφές, αυτός ο ίδιος Αρχιερέας δέχεται την Μαρία με τον μικρό της Γιό. Δέχεται την Θεομάννα με τον αρτιγέννητο Θεάνθρωπο.
Τό είδε αυτό που επιθυμούσε, λοιπόν, ο γεροντάκος Συμεών.
Αυτό είναι το μυστικό. Να γίνει αυτή η συνάντηση, και να αναγνωρίσει το πλάσμα τον Πλάστη, και ο Πλάστης το πλάσμα.
Και ο κοντούλης ο Ζακχαίος, όπως ακούσαμε στο άγιο Ευαγγέλιο της περασμένης Κυριακής, και αυτός, ο καταπιεστής του λαού, το ίδιο ήθελε: «τοῦ ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν». Δεν σκέφτηκε τίποτα, δεν υπολόγισε τίποτα. Δεν ντράπηκε. Σκαρφάλωσε στο δέντρο. Σώθηκε ο ίδιος, έσωσε και το σπίτι του.
Αυτό είναι, αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, το μυστικό νόημα της Εκκλησίας. Όλα συντείνουν στην συνάντηση αυτήν.
Πάμε και ξαναπάμε στην Εκκλησία, ζούμε μέσα στην Εκκλησία, είμαστε συνειδητοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αλλά;;;
Υπάρχει το μεγάλο «αλλά».
Μάς ξέρει ο Θεός, μάς βλέπει ο Θεός. Ναι. Είναι παντεπόπτης, είναι πανταχού παρών, είναι παντεπίσκοπος. Αυτός μάς βλέπει.
Εμείς όμως; Πώς ενεργούμε; Τί κάνουμε εμείς;
Ψάχνουμε και δεν βρίσκουμε. Ζητάμε και δεν εισακουόμαστε. Μάς βλέπει και δεν τον βλέπουμε. Κρυβόμαστε. Φοβόμαστε. Απελπιζόμαστε. Ζούμε την μοναξιά μας, δηλαδή ζούμε την απουσία του Θεού μας. Παιδιά χωρίς Θεό. Παιδιά χωρίς πατέρα. Και το τραγικότερο, μάς αρέσει αυτή η κατάντια μας.
Αυτά, νομίζω είναι τα χαρακτηριστικά του σημερινού ανθρώπου: Η έντονη δηλαδή αναζήτηση του Θεού από τον κάθε άνθρωπο, από την κάθε ψυχή, και συνάμα η απόκρυψή μας καθημερινά πάλι από τον Θεό. Να μήν μάς δει, να μην μάς βλέπει ο Θεός. Δεν θέλουμε τον Θεό. Τον Θεό που επιθυμούμε με όλη μας την ψυχή, με όλη μας την δύναμη. Ο Νόμος μάς πληγώνει, ο Νόμος μάς κουράζει. Ο Νόμος μάς τσακίζει. Αλλά ο Χριστός είναι τέλειος εκπληρωτής του Νόμου. Και η συνάντηση του Θεού ακριβώς γίνεται όταν ο άνθρωπος γίνεται ακριβής τουλάχιστο εκπληρωτής του Νόμου.
Η είσοδος στην Εκκλησία, η δικιά μας είσοδος στην Εκκλησία, έγινε. Μάς δέχθηκε ο Θεός. Είμαστε βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Γεννηθήκαμε και εμείς. Σαραντιστήκαμε ως βρέφη. Γεννηθήκαμε από την Αγία Κολυμβήθρα. Αγιαστήκαμε. Μάς είδε ο Θεός. Μάς βλέπει ο Θεός. Πώς να ξεφύγουμε από το θεϊκό του βλέμμα; «Πού πορευθώ από του πνεύματός σου και από του προσώπου σου πού φύγω;» Ψ. 138, 7 κ.ε. Είμαστε, λέει ο προφητάναξ Δαβίδ, στην εξορία από τον Παράδεισο εδώ στην γη, είμαστε στην διασπορά, αλλά εσύ, Θεέ μου, μάς προσέχεις. Ακόμα και πότε καθόμαστε και πότε είμαστε όρθιοι, Εσύ το βλέπεις, Κύριε. «2 σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ τὴν ἔγερσίν μου».
Εἰς τὸ τέλος· τῷ Δαυΐδ, ψαλμὸς Ζαχαρίου ἐν τῇ διασπορᾷ. λέγεται αυτός ο Ψαλμός, προφητικά.
Τα ιερά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, αδελφοί μου, πολύ μάς συγκινούν, και μάλιστα τα πρόσωπα της μεγάλης ηλικίας. Γιά ποιόν λόγο; Γιατί περίμεναν πολλούς αιώνες, μέσα στο σκοτάδι, πριν τον Νόμο αλλά και κατά την διάρκεια της ισχύος του Νόμου, και στο τέλος δεν είδαν τον Χριστό. Ζούσαν με την αναμονή, ζούσαν με την απαντοχή και ήταν κοντά στην «Εκκλησία».
Σήμερα, που ο Χριστός είναι παρών μέσα στην Αγία Εκκλησία, εμείς, τα τέκνα της Εκκλησίας, και μάλιστα οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κρυβόμαστε, μάθαμε να κρυβόμαστε, μάς αρέσει να κρυβόμαστε. Δεν θέλουμε να δούμε τον Χριστό. Η καρδιά μας, κάθε ανθρώπινη καρδιά, ζη αυτό το δράμα. Ψάχνει, αλλά φοβάται, παρουσιάζεται αλλά κρύβεται.
Όμως ο ΓεροΣυμεών, και ο ΓεροΖαχαρίας και η Γερόντισσα Άννα, ογδοντατεσσάρων ετών αυτή, έζησαν αυτήν την αναμονή και την προσμονή και είδαν τον Χριστό. «Εἶδον γάρ τόν Σωτῆρα μου».
Ο Αρχιερέας Ζαχαρίας, ο πατήρ του Προδρόμου, γνώριζε την Παναγία.
Οι άλλοι όμως δύο υπερήλικες ανέμεναν και περίμεναν, γιατί ερευνούσαν τις Γραφές, μελετούσαν τις Γραφές, και μέσα από τα Ιερά Κείμενα αναγνώρισαν τον Ιησού ως τον Θεό, τον όντα και τον ερχόμενον.
Ἀνδρέου Κρήτης. «Δόξα… Ἦχος πλ. α΄. Τοῦ αὐτοῦ. Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς, καθὼς εἶπεν ἐν Εὐαγγελίοις Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· ἐν αὐταῖς γὰρ εὑρίσκομεν αὐτόν, τικτόμενον καὶ σπαργανούμενον, τιθηνούμενον καὶ γαλακτοτροφούμενον, περιτομὴν δεχόμενον, καὶ ὑπὸ Συμεὼν βασταχθέντα, οὐ δοκήσει οὐδὲ φαντασίᾳ, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ τῷ κόσμῳ φανέντα· πρὸς ὃν βοήσωμεν· ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, δόξα σοι».
Και αφού συντελέστηκε αυτή η μεγάλη συνάντηση, τότε ο Συμεών είπε την θαυμάσια φράση: «Νῦν απολύεις με», τώρα πάρε με κοντά σου. Σε περίμενα σαν Θεό, σε είδα σαν βρέφος. Τώρα πάρε με κοντά σου, στην ατελεύτητη μακαριότητα, στην ατελείωτη αιωνιότητα. Κοντά Σου. Αμήν.
Τα ιερά κείμενα, οι εορτές της Αγίας Εκκλησίας μας, οι δεσποτικές και οι θεομητορικές, επιδέχονται, αγαπητοί μου, πολλές, πάμπολλες αναγνώσεις. Θα μπορούσαμε δηλαδή να μιλήσουμε γιά το σημείον αντιλεγόμενον, εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών, ή γιά την ρομφαία που, όπως προφήτεψε ο δίκαιος Συμεών, θα διαπερνούσε την καρδιά της Θεομήτορος. Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε στους συμβολισμούς των μικρών πουλιών, που κρατούσε στα χέρια του ο ΓεροΙωσήφ, ο κατ’ ανάθεσιν πατέρας.
Εμείς απόψε, κάναμε μία τέτοια ανάγνωση, ένα ξεσκέπασμα, από μία άποψη.
Και, αφού πούμε την κοινότυπη φράση, δηλαδή αυτό που λέγεται συνήθως, «δεν μάς παίρνει ο χρόνος», ας ευχηθούμε στον εαυτό μας και μεταξύ μας το: μακάρι να αξιωθούμε να συναντήσουμε και εμείς εδώ στην γη αυτόν που μάς ψάχνει και μάς αναζητάει.
Όλοι οι άγιοι, και κυρίως οι μυστικοί άγιοι, όπως ο Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, λένε ότι αυτή η συνάντηση πρέπει να γίνει, πριν κλείσουμε τα μάτια στον κόσμο αυτόν, έστω και γιά μία φορά. Αν δεν γίνει εδώ, πώς να γίνει στον ουρανό; Πού θα πάμε; Ποιόν θα συναντήσουμε; Έναν άγνωστο;
Ας ζήσουμε αγαπητικά και ερωτικά την ζωή μας μέσα στην Αγία Εκκλησία μας. Ας ζήσουμε αγιαστικά, αγιάζοντας τον εαυτό μας με την ορθόδοξη άσκηση, και αγιαζόμενοι μέσα στην Εκκλησία, ακολουθώντας την ζωή της Εκκλησίας, εφαρμόζοντας, κατά το μέτρο του δυνατού, αυτά που οφείλουμε στην Αγία Εκκλησία μας.
Και να είμαστε σίγουροι ότι κάποια στιγμή ο Κύριος θα μάς πει: Υιός μου ει σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. Αμήν.
Η συνάντηση αυτή δεν θα είναι πλέον μία τυπική συνάντηση, κατά Νόμον, ένας εκκλησιασμός, αλλά θα είναι μία υποστατική συνάντηση, πρόσωπο με πρόσωπο, μέσα βαθειά στην καρδιά μας, κάτι σαν σφραγίδα ανεξάλειπτη δηλαδή.
Στην συνάντηση αυτήν, αγαπητοί μου, στην συνάντηση αυτήν που είναι απαραίτητο να συμβεί, έχομε, εμείς οι άνθρωποι έναν βοηθό, έναν συμπαραστάτη. Ένα πρόσωπο μεσίτη, μπορούμε να πούμε. Ένα πρόσωπο που αυτό μάς προσφέρει τον Κύριο. Όπως τότε, προσέφερε τον μικρό Ιησού, έτσι και τώρα, στον καθένα μας. Και ποιό είναι αυτό το πρόσωπο; Μα σίγουρα το γνωρίζουμε όλοι μας. Είναι η Παναγία Μητέρα του, είναι η Κυρία Θεοτόκος. Αυτή τα τακτοποιεί όλα. Προς αυτήν λοιπόν και εμείς ας καταφύγουμε, και ας την ζητούμε συνεχώς να ετοιμάσει αυτήν την συνάντηση. Αυτή μάς παρουσιάζει και αυτή μεσιτεύει. Γιαυτό, ας πούμε πάλιν και πολλάκις τον θαυμάσιο ύμνο που ψάλαμε και το πρωΐ, ψάλουμε ήδη αρκετές ημέρες και θα συνεχίσουμε να ψάλουμε και γιά λίγες ακόμα στις Καταβασίες της Εορτής: «Θεοτόκε, η ελπίς πάντων των Χριστιανών, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους ελπίζοντας εις σέ».
Κλείνοντας, θα ήθελα να δηλώσω το πόσο λυπάμαι που σήμερα δεν καταλαβαίνουμε την γλώσσα των Τροπαρίων, και αφού δεν καταλαβαίνουμε τις λέξεις, δεν μπορούμε ούτε τα νοήματα να παρακολουθήσουμε, ούτε τον ποιητικό λόγο των αγίων υμνογράφων να απολαύσουμε.
Και ας προσθέσω ότι η εορτή της Υπαπαντής, κατά κύριο λόγο, έρχεται σαν απάντηση προς αυτούς που χαρακτηρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία σκοταδιστική, δογματική, που απορρίπτει την έρευνα, που εθελοτυφλεί μπροστά στα ανθρώπινα προβλήματα. Έτσι μάς λένε οι κατήγοροι.
Αντίθετα όμως, όπως ακούσαμε και σήμερα στα τροπάρια, και όπως κατά αλήθειαν συμβαίνει, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αφήνει τίποτα σκοτεινό, οι Άγιοι Πατέρες μας όλα τα ερεύνησαν και τα ερευνούν. Αυτή είναι η επιταγή, θα έλεγα, της Αγίας Εκκλησίας μας: «Ερευνάτε τας Γραφάς» και αυτή είναι η μεγάλη ευλογία, διότι με την έρευνα παντού και πάντοτε αποκαλύπτεται ο Θεός, με κάθε τρόπο και μέσο γίνεται η «Είσοδος στην Εκκλησία».
Σας ευχαριστώ που ακούσατε με πολύ, ομολογώ, προσοχή τα ταπεινά μας αυτά λόγια. Να είστε πάντα καλά.