… και πάσχεις δι’ εμέ …
Διάβαζα το πρωΐ της Μεγάλης Τετάρτης, να ετοιμαστώ γιά την εκπομπή στο ραδιόφωνο της Μητροπόλεώς μας, και σε ένα κείμενο έγραφε γιά τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο άγιος Λάζαρος, που του χτίζουμε και εκκλησία, οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία, η ταλαίπωρη εκείνη που έπλυνε με το πολύτιμο μύρο τα πόδια του Χριστού, ο Ιούδας, ο Πέτρος … Και παραδόξως είδα τον εαυτό μου να παίζω σε όλους αυτούς τους ρόλους, και σε άλλους πολλούς,
Ο μακαριστός ΓεροΙωσήφ ο ησυχαστής έπαιρνε στην αγκαλιά του την εικόνα της Παναγίας και της μιλούσε, έκλαιε, και εξομολογούνταν την αγάπη παιδιού προς την μάννα.
Παίρνω την εικόνα του Χριστού στα χέρια και καθρεφτίζομαι στην πανάγια μορφή του. Λέω λόγια
εξομολογητικά αλλά ούτε σταγόνα δάκρυ. Προσπαθώ να δω τι συμβαίνει και βλέπω ένα ντουβάρι με χωρίζει και αντί να μαλακώσω και να ζητήσω βοήθια, σκληρύνομαι ακόμα περισσότερο, κάνω μεταβολή και τα παρατάω. Αντί να ταπεινώσω τον λογισμό μου μπροστά στο θείο του πάθος, με πιάνει υπερφίαλος εγωϊσμός και τα κάνω μαντάρα. Χάνομαι μέσα στο πάθος μου, αντί να με συγκλονίσει το μαρτύριο του Χριστού.
Λέω πως θα μετανιώσω γιά τις βλακείες που κάνω και προσβάλλω τον Χριστό, και την ίδια στιγμή φεύγω γιά άλλη γη γιά άλλα μέρη.
Αν είμουνα φίλος του και πέθαινα νέος, είχα ελπίδα να με αναστήσει σαν τον φίλο του τον Λάζαρο. Αλλά …
Αν αγαπούσα τον λόγο του, θα μπορούσα να καθήσω στα πόδια του, να τον ακούω, και ίσως με πένευε, συγκρίνοντάς με με άλλους αδελφούς, που ασχολούνται με πρακτικά διακονήματα. Τουλάχιστο εκείνοι χύνουν τον μυροβόλο ιδρώτα τους. Αλλά …
Ακόμα και ο Ιούδας αν ήμουν, θα είχα κερδήσει τα τρία χρόνια που ήταν μαζί του. Αλλά …
Αν ήμαν η πόρνη και αγόραζα το πολύτιμο μύρο, ίσως να κατάφερνα να τον συναντήσω γιά να τον πλύνω τα άχραντα πόδια του. Ο Γέροντας κάποτε με είχε πει: αν ήσουν αμαρτωλός, μπορεί να ήσουν και ταπεινός. Αλλά …
Να γίνω ο γεροΠέτρος; Μα εκείνος μόνο τρείς φορές τον αρνήθηκε. Ήταν και γεροντάκος, ήταν και παντρεμένος, είχε και πεθερά. Πού να συγκριθώ μαζί του. Αλλά …
Αν ήμουν ο Θωμάς; Μά, ήμουν Θωμάς, και δεν κατάφερα να ψηλαφήσω τα τρυπημένα πόδια τουλάχιστο, όχι την άχραντη πλευρά του. Αλλά …
Αλλά, αλλά, αλλά, … Πολλά αλλά, δίχως αντίκρυσμα. Και τώρα, τι κάνουμε; Πού να βρώ ένα φιλαράκι που να μη με εγκαταλείπει;! Ξέρω πως χάνομαι. Ξέρω πως βυθίζομαι σε μία κινούμενη άμμο, ένα παιδί με είπε ότι αυτό βουλιάζει σε κινούμενο βούρκο και έκλαψα μαζί του, λίγο.
Προς τίνα καταφύγω;! Πού να ελπίζω;! Πού να στηριχτώ, που λυγίζω;!
Δεν έχω ελπίδα. Δεν ελπίζω σε τίποτα. Δεν έχω στόχους, με το ρώτησε κ ο δήμαρχος και έτσι τον απάντησα. Δεν έχω αύριο. Δεν έχω τίποτα. Δεν με έμεινε τίποτα. Χάνομαι
Τι; Χάνομαι; Κι αν χάνομαι εγώ, τι σημαίνει αυτό;! Ζούν οι αδελφοί μου. Κι αν εγώ πνίγομαι στον βούρκο, τα αδέρφια μου θέλω να ανασαίνουν καθαρόν αέρα. Κι αν εγώ δεν έχω στόχους, τα αδέρφια μου σκέφτονται το αύριο και αγωνίζονται.
Και αν εγώ, Χριστέ μου, είμαι φτωχός και κάθε μέρα γίνομαι ακόμα πιό φτωχός ενώπιόν σου, εσύ είσαι πλούσιος. Και αυτό με φτάνει.
Και αν εγώ, Χριστέ μου, είμαι βυθισμένος στο σκοτάδι, εσύ, Χριστέ μου, είσαι φώς, και το φώς μου.
Και αν εμένα, Χριστέ μου, με περιμένει τάφος ανήλιος, εσύ Χριστέ μου, βγήκες σαν γαμπρός και σαν Νυμφίος από τον τάφο, σαν να ξύπνησες από το νυφικό σου κρεββάτι, όπου ταπεινώθηκες να βρεθείς με την δική μου ψυχή.
Έχω, Χριστέ μου, τον σταυρό σου, και εκεί κρεμιέμαι σαν χαμένο ρούχο στα σύρματα.
Τέτοιες μέρες, Χριστέ μου, ψάχνω ενώπιόν σου τον ρόλο μου, μια ζωή κομπάρσος στο δράμα της ζωής μου.
Σε όποιον ρόλο κι αν έπαιξα, Χριστέ μου, σε όλους τους ρόλους απέτυχα. Όμως, έχω εσένα, Χριστέ μου, και ελπίδα και στήριγμα. Καταφυγή και προστασία την Μητέρα σου, την Κυρία μου Θεοτόκο, την πανάσπιλη.
Μη εγκαταλείπης με,Κύριε, ο θεός μου, μη αποστής απ’ εμού. Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, ο Θεός της σωτηρίας μου.
Νυμφίε μου, γαμπρέ μου λαμπροστολισμένε, με τα ματωμένα πόδια και τα πληγωμένα χέρια, και την πλευρά σου την λογχισμένη.
Θεέ μου, Θεέ μου, μη με εγκαταλείπης.
Θεέ μου, Θεέ μου, προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Περιμένω να γιορτάσω και φέτος την Λαμπρή σου.
Και με πιάνει μία χαρά, και σκιρτώ και χαίρομαι πολύ, σαν αρνί τρίζω και χορεύω κρυφά και μυστικά, μπροστά σου, και δεν μπορώ τα δάκρυα τα συναισθηματικά, τα γλυκερά, τα ανούσια
Δόξα σοι, τω δείξαντι το φώς, σταυρωμένη και αναστημένη, μοναδική και ανεπανάληπτη αγάπη μου