Πολλή προσευχή. Συζήτηση περί Προεσευχής με ευλαβείς
1. -Προσεύχεσθε;
-Έ, βέβαια. Γίνεται χωρίς προσευχή;
-Πολύ καλά. Τί προσευχή κάνετε, δηλαδή;
-Νά, λέω το «Πάτερ ημών».
-Πολύ καλά. Αυτή είναι πολύ δυνατή προσευχή. Μας την δίδαξε ο Χριστός. Πότε το λέτε το Πάτερ ημών; Πολλές φορές;
-Έ, πάτερ μου, πού να το πώ πολλές φορές;! Το βράδυ, πριν κοιμηθώ το λέω.
-Όρθιος μάλλον.
-Έ, τί όρθιος, τί καθιστός;! Να, εκεί που ξαπλώνω, κάνω το σταυρό μου, σταυρώνω και το μαξιλάρι – μας το έμαθε η μακαρίτισσα η μάννα μου. Θεός σχωρέσ’ την- και λέω το Πάτερ ημών. Και άμα με πιάσει ο ύπνος με έπιασε.
2. -Το πρωΐ, κυρία μου, κάνετε προσευχή;
-Μπά, πάτερ μου. Δεν προφταίνω. Πού να προφτάσω;! Σηκώνεται ο σύζυγος, να τον ετοιμάσω πρωΐνό. Ύστερα ξυπνούν τα παιδιά γιά το σχολείο. Το καθένα θέλει τα δικά του.
-Πόσα παιδάκια έχετε;
-Ένας ο μεγάλος, είναι στρατιώτης και η μικρή τελειώνει.
-Ά, μάλιστα. Λοιπόν;
-Νά, ώσπου να φύγουν αυτοί, λίγο να αερίσω τα δωμάτια, λίγο να σιάξω, πάει δέκα καί. Ετοιμαζόμαστε γιά τον καφέ. Το έχουμε πρόγραμμα. Βλέπεις, κοινωνικές υποχρεώσεις. Μαζευόμαστε, τρείς φιληνάδες, κολλητές από το σχολείο, είμαστε, πότε σε μένα πότε στις άλλες, και πίνουμε τον καφέ. Έ, περίπου ώς κατά τις έντεκα. Σιγά σιγά φεύγουν, φεύγουμε δηλαδή, να μαγειρέψουμε, να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό. Πού να βρώ χρόνο, πάτερ μου;!
3. -Φεύγοντας: Να προσεύχεστε γιά μας, γέροντα. Τόχουμε ανάγκη.
-Και εσείς γιά εμάς.
-Μπά, εμείς πού να βρούμε χρόνο, γέροντά μου;!
Νάναι ευλογημένο. Ο Χριστός να μας ελεήσει.