Περί Ἱερωσύνης

Περί  Ἱερωσύνης.

Εἶδα σέ πολυσύχναστη ἱστοσελίδα σχόλια γιά ρασσοφόρους καί φοβᾶμαι πώς μέσα στό καλοκαίρι, δέν μᾶς φτάνει τό ἀνέβασμα τοῦ ὑδράργυρου, θά ἀρχίσουν καί τέτοια πάλι σκάνδαλα. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἡ σκανδαλοθηρία ἔχει κάποια «λογική». Κάτι σάν τήν φίλη γείτονα χώρα, πού, ὅπως λένε, ὅταν ἔχει ἐσωτερικά προβλήματα, δημιουργεῖ θερμά ἐπεισόδια μέ τήν χώρα μας. Ἔτσι καί ἐδῶ, ὅταν ὑπάρχουν πολιτικές δυσκολίες, ἐκτίθενται σέ κοινή θέα σκάνδαλα μέ ρασσοφόρους, περισσότερο γιά κατανάλωση, παρά μέ οὐσία.

Ἔτσι, βλέποντας τήν ἐν λόγῳ ἀνάρτηση, σκέφτηκα κάποιες ἱστορίες, καί τίς παρουσιάζω.

Πρίν χρόνια, εἶχα στό μοναστήρι, στό Ὄρος, τό διακόνημα τῆς φιλοξενείας ἐπισήμων προσώπων. Πέρασαν ἀπό προέδρους δημοκρατιῶν, ὑπουργούς, βουλευτές, μέχρι ἐπώνυμους τραγουδιστές καί ἠθοποιούς, μεγαλοεκδότες, ἀρχηγοί κομμάτων, πρόεδροι μεγαλοσυλλόγων καί πολλοί ἄλλοι. Συνηθίζουμε νά ἀποδίδουμε στόν καθένα τήν τιμή καί τοῦ προσώπου του ἀλλά καί τῆς θέσεώς του.

Κάποια φορά, φιλοξενούσαμε μεγαλοδικαστές. Ἀνάμεσά τους καί ἕνας κύριος, πού ἦταν καί πρόεδρος στό συλλογικό ὄργανο τοῦ κλάδου του. Ὄνομα δέν θυμᾶμαι. Οὔτε διακόνημα. Λίγο πρίν ποῦμε καληνύχτα, ὁ κύριος αὐτός ἔνοιωσε, φαίνεται, τήν ἀνάγκη νά συστηθεῖ, καί εἶπε λίγα στοιχεῖα ἀπό τήν καριέρα του. Τά μεταφέρω, ὅσο θυμᾶμαι.

«Στό σπίτι μας εἴχαμε δεκατρία πετραχήλια (=εἴχαμε ἱερέα ἐπί δεκατρεῖς γενιές). Καί ὁ πατέρας μου παπᾶς. Ἐγώ τελείωσα τήν Ριζάρειο (=ἐκκλησιαστική σχολή) καί εἶχα συμμαθητές τόν τάδε καί τόν τάδε δεσπότη, τόν τάδε πρωτοσύγκελλο, τόν τάδε ἀρχιμανδρίτη, τόν τάδε καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου … . Ξέρετε, τελείωσα καί τήν Θεολογική. Ἀλλά συνέχισα μέ τήν Νομική. Καί τελικά προτίμησα νά γίνω δικαστής».

Τί νά τοῦ πῶ τώρα;!

Ἄ, κάνατε πολύ ὡραῖα, τόν εἶπα. Τί, παπᾶς θά γινόσασταν; Κατάλαβε πώς στό λεκτικό ὗφος ὑπῆρχε πόνος καί εἰρωνία. Σάν νά κοκκίνησε. Ἀλλά συνέχισα. Κάνατε πολύ καλά. Ἄντί νά συγχωρεῖτε μέ τό πετραχήλι τοῦ ἱερέως, γίνατε δικαστής καί βάζετε στό σκαμνί τῆς Δικαιοσύνης, ἀκόμα καί δεσποτάδες, γιά νά ἀποδώσετε δικαιοσύνη.

Κατάλαβε ὅτι αἰσθάνθηκα πληγωμένος. Ἀλλάξαμε συζήτηση, πῆραν καί οἱ ἄλλοι τόν λόγο καί εἴπαμε καληνύχτα.

Αὐτό μέ τόν κύριο δικαστικό εἶναι μία ἱστορία.

Ἡ δεύτερη τώρα. Χθές, προχθές ἦρθε στό μοναστήρι, ἐδῶ στόν Τίμιο Πρόδρομο, συγγενικό πρόσωπο, μέ πεθερό ἱερέα πού ἔζησε μεγάλα γεγονότα χάριτος – ἄλλη φορά αὐτά. Νά θυμᾶστε τόν γιό μ’ καί νά τόν προσεύχεστε, ἔλεγε καί ξανάλεγε καί τήν ἔπαιρναν τά κλάματα.

Ὁ γιός της ἔμοιαζε τόν παποῦ, φτυστός. Καί ὁ ἁπλοϊκός παπαδάκος ἔλεγε: «δά γέντς, ἀρά παπάς;» «Τί, παπᾶν δά τό φκιάσω ἐγώ τό πηδί;» φώναζε καί ἀγρίευε ἡ νύφη.

Ὁ ἐγγονός μεγάλωσε, ἦταν ἁπλό παιδί, ἀπονήρευτο καί ἔπεσε στήν καταραμένη μάστιγα τῆς νεολαίας. Ἔφτασε νά πληρώνει μιά λίρα μιά δόση … . Καί μιά μέρα, πῆγε καί φώναζε νά τόν κεράσουν τόν θάνατο. Ἔδωσε τήν λίρα, πῆρε τό φαρμάκι … καί ἡ συνέχεια στίς ἐφημερίδες, πού ἔγραψαν ὅτι βρέθηκε νεαρός στόν ἀκάλυπτο, στό τάδε μέρος.

Εἶχε περάσει κανένα ἑξάμηνο, καί ἐρχόμενος στήν πατρίδα, σκέφτηκα νά πάω νά κάνω ἕνα κομποσχοίνι στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀνηψιοῦ … . Πῆγα στήν περιοχή καί ζήτησα τρόπο νά βγῶ στόν ἀκάλυπτο, γιά νά κάνω προσευχή. Μέ εἶδε νεαρός ὑπάλληλος, εὐλαβής, καί ἔρχεται κοντά μου.-Τί ψάχνεις, παπούλη; Νά, θέλω νά κάνω ἕνα κομποσκοίνι γιά τόν τάδε. Χαμογέλασε. Καί ποῦ ψάχνεις; Οἱ ἐφημερίδες ἔγραψαν … . Ξαναχαμογέλασε μέ πίκρα στά μάτια. Ἔλα νά σέ δείξω ποῦ ξεψύχησε. Καί μέ βάζει σέ ἕνα δωμάτιο … . Πῶς βρέθηκε ἐκεῖ τό παιδί; Μήν τά ψάχνεις, παπούλη. Κάνε καί γιά μᾶς καμιά προσευχή.

Γέμισα πίκρα γιά τά κυκλώματα. Κύριε, ἐλέησον καί αὐτούς καί ἐμᾶς.

Νά πῶ καί μία τρίτη ἱστορία; Μἔρχεται στό στόμα ἐκείνη ἡ λαϊκή ρήση γιά υἱούς ἱερέων, ὅπως τοῦ Ἠλί, στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀλλά καί ἄλλων προσώπων, πού τούς τράνεψαν οἱ λειτουργιές, ὅπως ἔλεγε ἕνας μακαρίτης δεσπότης. Ἔχω καί μία ἄλλη φράση, πού τήν ἔλεγε ὁ μακαριστός ΓεροΓεννάδιος: «Οἱ τοῦ βίου ναυαγοί τοῦ Ὑψίστου λειτουργοί».

Ρώτησα ἕναν παλαιό πνευματικό, γιά κάποιο πρόσωπο πού περιεβλήθη τό ράσσο, πῶς τόν ἔδωσε συμμαρτυρία, καί ἡ ἀπάντηση μέ ἀποστόμωσε. «Ἔκρινα μέ ὅσα μέ εἶπε». Καί εἶπα πάλι: Κύριε, ἐλέησέ μας.

Πολλά χωριά ἤδη ψάχνουν ἱερεῖς γιά νά τούς λειτουργοῦν καί σέ λίγα χρόνια θά ψάχνουμε παπάν γιά νά μᾶς θάψει. Νά μήν γίνω κακός προφήτης, ἀλλά πολύ τό σκέφτομαι.

Καί γυρίζω στόν δικαστικό. Καί ἀπό τήν ἄλλη, θυμᾶμαι τόν Γέροντα τοῦ σεβαστοῦ μου Γέροντος, πού γέμισαν μέ μοναχούς, μοναχές καί κληρικούς τά Μετέωρα καί τόν ἱερό Ἄθωνα. Πῶς τό πέτυχαν; Πράγματι, πῶς τό πέτυχαν;

Εἶναι ἁπλό. Τέκνα στήν Ἐκκλησία γεννᾶ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τό προσφέρει ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἀλλά αὐτά πρέπει κάποιος γέροντας, πού ζῆ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τήν Θεία Χάρη, καί τιμᾶ τήν Παναγία νά τά καλλιεργήσει. Αὐτά δίνουν ζωή στήν Ἐκκλησία. Βαθύ σκάψιμο στίς παιδικές ψυχές καί σπορά τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου.

Μέσα στήν Ἐκκλησία ἄλλοι ἀγωνίζονται γιά κοινωνικές ἀξίες, ναί. Ἄλλοι γιά τήν ἱεραποστολή, ναί. Ἄλλοι μέ τά ἄμφια καί τά σχετικά, καί σ’ αὐτό ναί. Ναί, ναί, ναί. Μέ τήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σάν κρυμμένο βαθειά θησαυρό, «ἀσχολεῖται» κανείς;

Ὁ κύριος δικαστικός δέν νοιάστηκε, ὅταν σταμάτησε τήν λεϋιτική σειρά αἰώνων στό σόϊ του, δέν πόνεσε, ἀλλά προτίμησε νά γίνει δικαστικός.

Τήν Ἐκκλησία, κλῆρο καί πλήρωμα, κληρικούς καί λαό, μᾶς ἀνακαινίζει, μᾶς γεννᾶ καί μᾶς ἀναγεννᾶ ὁ γλυκύς Παράκλητος, τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι συμπληρώματα.

Πάντως, ὅταν ἀκούω ἐκεῖνο τό «καλέ» ἀπό ρασσοφόρους, ἀγριεύω. Ἐδῶ στήν Μακεδονία, δέν λέγεται αὐτή ἡ λέξη ἀπό τούς ἄντρες, ἐκτός καί ἄν ἐζησαν στήν Ἀθήνα, ὅπου ὅλοι, ἄντρες καί γυναῖκες, τό λέν.

Ὁ γεροἸωαννίκιος ἔλεγε ὅτι ὁ παπαΘανάσης ὁ Γρηγοριάτης τόν εἶπε: «Ἄκουσε, παιδί μου, ὅσοι φορᾶν μαῦρα δέν εἶναι ὅλοι ρασσοφόροι. Ἄλους τούς σκεπάζει τό ράσσο, καί ἄλλοι, λίγοι αὐτοί, παιδί μου, τιμοῦν τό ράσσο.

Τελείωσα, ἄν καί ὑπάρχουν πολλά πού μπορεῖ κανείς νά γράψει γιά τό θέμα. Καί ξαναλέω: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν κόσμο σου, καί ἄν περισσεύει τό ἔλεός σου, ρίξε, χαριστικά, λίγο καί σέ ἐμένα. Ἀμήν.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top