Τα διαμόνια και ο σωσμένος
Από το ευαγγέλιο με τους πολίτες των Γαδάρων και τον πάσχοντα ισραηλίτη, σχολιάζουμε δύο τρία στοιχεία.
Κατ’ αρχάς, η πρώτη φράση «σε παρακαλώ, να μην με βασανίσεις» ἐχω την εντύπωση ότι είναι του ασθενούντος, και όχι του δαίμονα που κατοικούσε μέσα του. Και αυτό γιατί λέει τον Χριστό «τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς». Ο καϋμενούλης κατοικούσε στα μνήματα, είτε διωγμένος από τους δικούς του, είτε γιατί τα δαιμόνια θέλουν να ενοχοποιούν πράγματα που γενικά προκαλούν από μόνα τους φόβο. Είναι σαν να λέει: «και σύ, Χριστέ μου, με κυνηγάς; Αφήστε με επιτέλους στο πρόβλημά μου».
Η παρακάτω όμως φράση: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν», είναι σίγουρα του δαίμονα.
Αλλά εκείνο που δείχνει ότι ο άνθρωπος όχι μόνο σώθηκε από το δαιμόνιο, αλλά και μετενόησε είναι, το ότι ήθελε να μείνει κοντά στον Κύριο, όπως και η Μαρία από τα Μάγδαλα, η αγία Μαγδαληνή μας.
Και ερχόμαστε στο κύριο θέμα, που θέλουμε να σχολιάσουμε: Ο Χριστός τον είπε: «ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Δεν ξέρω σε πόσες περιπτώσεις ο Κύριος λέει στους θεραπευμένους, αναστημένους, ελευθερωμένους από τα δαιμόνια, «γύρνα στον τόπο σου και διηγήσου, και πες, όσα «διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός». Ο Κύριος συνήθως απέφευγε την δημοσιότητα αλλά και την δημοσιοποίηση όσων ευεργετημάτων πρόσφερε στους ανθρώπους. Όμως εδώ, προτρέπει τον θεραπευμένο γιά να φανερώσει όχι μόνο το γεγονός αλλά και ποιος το έπραξε.
Το δαιμόνιο-τα δαιμόνια που τον κυρίευαν, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην σχετική Ομιλία του, ήταν της πορνείας, του πάθους το οποίο φανερώνουν τα γουρούνια. «ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς». Κάθε πάθος εικονίζεται και με ένα ζώο, γιά να φανερωθεί η ζωώδης κατάσταση στην οποία οδηγεί η υπακοή στο πάθος. Ο γεροΙωσήφ ο Σπηλαιώτης, ο άγιος εκείνος γέροντας, δέχθηκε την επίθεση σφοδρού σαρκικού πολέμου, με την μορφή αγριογούρουνου, που βρωμούσε ανυπόφορα σαν γουρούνι.
Εδώ στην πόλη μας ζούσε ένα γεροντοπαλλήκαρο, παλαιός φορτηγατζής, μόνος του, είχε ξεπεράσει τα ογδόντα. Φαγητό τον πήγαινε κάθε μεσημέρι η αδερφή του. Αυτή τον φρόντιζε. Μία ημέρα, αφού είχε ήδη καταπέσει, δεν έβγαινε από το σπίτι και περνούσε όλη σχεδόν την ημέρα στο κρεββάτι, πηγαίνει η αδερφή του και τον βρίσκει κατατρομαγμένο, μαζεμένο στην άκρη του κρεββατιού. –Τι έπαθες, Βασίλη; Τον λέει. Ήρθαν κάτι άγρια γουρούνια και με έφαγαν την κοιλιά και παρακάτω, λέει. Νά, εδώ είναι κρυμένα, κάτω από το κρεββάτι. Τώρα που ήρθες με άφησαν. Άμα φύγεις, θα με ξαναφάν.
Εκείνη την ημέρα ο Βασίλης ούτε γιά φαγητό σηκώθηκε ούτε γιά τίποτα. Την άλλη ημέρα, πηγαίνοντας η αδερφή του τον βρήκε νεκρό, βρωμούσε, σε άθλια κατάσταση, σαν να πάλευε όλη την νύχτα με κάποιον. Οι ατασθαλίες του ήταν γνωστές στην γειτονιά και στο χωριό τους.
Το πάθος αυτό είναι καταστροφικό: «ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη».
Όταν γίνεται κάποιο θαύμα, θέλουμε αμέσως να το διαδώσουμε και να το γράψουμε, ώστε να το μάθουν όσο γίνεται πιο πολλοί. Όμως ο μακαριστός αγιορείτης και εν οσίοις πατήρ Σωφρόνιος του Εσσεξ είχε δώσει την εξής εντολή στην αδελφότητα των μοναστηριών του. «Τα φυσικά-σωματικά θαύματα, θεραπείες, ιάσεις, δεν θα τα σημειώνετε. Θα σημειώνετε μόνον τα θαύματα μετανοίας».
Πόσο δίκαιο έχει ο άγιος πατέρας μας; Καθημερινά, μπορεί να γίνονται πολλά θαύματα σωματικά. Αλλά οι θεραπευθέντες, και όσοι τα μαθαίνουν, συνεχίζουν να ζουν στους ίδιους ρυθμούς. Δύσκολα αφήνει την σκληροκαρδία ο άνθρωπος. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, μετανοούμε και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τα θαύματα γίνονται αλλά εμείς συνεχίζουμε τον χαβά μας.
Σε κάποιες όμως περιπτώσεις, όσο και αν είναι αυτές λίγες ή και πολύ λίγες, ο θεραπευμένος άνθρωπος αλλάζει, μετανοεί, διορθώνεται εν Χριστώ. Αυτά είναι τα αληθινά θαύματα.
Ο θεραπευμένος του ευαγγελικού μας αναγνώσματος ανήκει στην κατηγορία αυτήν. Δόξα τω Θεώ.
Γιά αυτόν τον λόγο και από ευγνωμοσύνη στον Κύριο: «ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ». Και αυτήν την μετάνοιά του την φανέρωνε και με μία άλλη πράξη, που ο άγιος ευαγγελιστής την κατέγραψε γιά να μας την παραδώσει, και να την κατανοήσουμε: «καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Το ότι ντύθηκε και ήταν ήσυχος δεν μας λέει και πολλά. Δεν μπορούσε πλέον αφού γιατρεύτηκε, να γυρνάει γυμνός και να κάνει παλαβομάρες. Αλλά κανένας δεν τον υποχρέωνε και κανένας δεν τον ανάγκαζε να κάθεται στα πόδια του Χριστού, σαν σκυλί. Αυτό είναι δείγμα υγιούς μετάνοιας, μεγάλης ταπεινώσεως και αληθινής αγάπης.
Κλείνω με κάτι που ζήσαμε. Παλαιότερα, μας ήρθε ένας πατέρας και πέφτοντας στα γόνατα παρακαλούσε κλαίγοντας και φώναζε: «σώσε το παιδί μου. Σώσε τον μοναδικό γιό μου». Τι είμαι εγώ, άνθρωπέ μου, να σώσω τον γιό σου; Ένας αμαρτωλός άνθρωπος είμαι, ένα σκουπίδι. Θεός είμαι; τι λές;
Φεύγοντας όμως, του δώσαμε τον κτίτορά μας, τον Άγιο Διονύσιο τον κοινοβιάρχη μας, τον λεγόμενο εν Ολύμπω, γιά να τους παρηγορήσει. Μάλιστα, πρίν φύγουν, τον είπα: άνοιξε το κουτί και προσκύνα. Προσκύνησε και ξεχύθυκε η ευωδία του αγίου λειψάνου.
Ύστερα από καμιά δεκαριά ημέρες, ήρθε ο ίδιος ο άρρωστος γιός γιά να μας επιστρέψουν τον άγιο. Μία σκιά που περπατούσε ήταν. Ώχ και ώχ συνέχεια, και πονάω, παπούλη. Καρκίνος σε μεταστατική μορφή στους πνεύμονες. Τελειωμένη υπόθεση.
Μόλις ανοίγω να προσκυνήσω τον παπού μας, το κουτί βρωμούσε. «Πώς τα κατάφερες, ευλογημένο παιδί, και βρώμισες τον άγιο; Τι έκανες;» «Τι δεν έκανα ρώτα με παπούλη. Όλα τα έκανα.» «Πίνεις; Έπινες, ήθελα να πω». «Όσο βρώ. Με τον κουβά. Δεν ήξερα, παπούλη μου. Δεν ήξερα». Και αναλύθηκε στα δάκρυα.
Εξομολογήθηκε στον πνευματικό. Έλαβε την συγχώρηση, και ως τελειωμένος, σχεδόν, κοινώνησε.
Σε λίγες ημέρες, τελείωσε. Όμως στην κηδεία όλα ήταν συγκρατημένα. Εικοσιτεσσάρων χρονών παιδί, αρραβωνιασμένος, που θα έπρεπε και οι πέτρες να κλαίν και να θρηνούν. Όμως όλα ήταν ήσυχα. Γιατί όλοι ήταν σίγουροι ότι έφυγε αναπαυμένος και κέρδισε τον Παράδεισο, σύμφωνα με τα λόγια της Εκκλησίας, έστω και την ενδεκάτη, ή και δώδεκα παρά τέταρτο.
Αυτό το πάθος είναι το μοναδικό που ο άνθρωπος μυρίζει άσχημα, βρωμάει. Αυτό και η άρνηση του Αγίου Πνεύματος, με τα γιόγκα και όλα αυτά τα τρελλά και δαιμονικά καμώματα.
Πολλές φορές στην εξομολόγηση συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος έχει τέτοιες ιστορίες, και την ώρα που τις εξομολογείται, βρωμάει κατά κυριολεξίαν, και ας λάμπει από καθαριότητα, και ας φοράει ακόμα και άρωμα. Το πάθος αυτό βρωμίζει τον άνθρωπο.
Τι να πούμε; Εκείνος ο άνθρωπος, του Ευαγγελίου, σώθηκε. Μακάρι και με τις δικές του προσευχές, και με όλων των αγίων μας, να απαλλαγούμε και εμείς από τα πολλά πάθη που μας πολεμούν, και από το πάθος και το φρόνημα της σαρκός, που παραμένει συνομήλικο με τον άνθρωπο. Μακάρι, αδερφοί μου. Μακάρι. Να εύχεστε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, αν τα καταφέρουμε.