Γ΄ Βραβείο 4ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικοῦ Διαγωνισμού Δήμου Βέροιας.
Τις προάλλες, στα αποτελέσματα του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Δήμου Βέροιας, βρεθήκαμε να έχουμε το τρίτο βραβείο, με ένα κείμενο που δημοσιεύουμε παρακάτω. Άλλοι μας το ζήτησαν, σε κάποιους το στείλαμε με ίμέϊλ, σε άλλους το δώσαμε φωτοτυπία. Και τώρα το δημοσιεύουμε γιά να το δουν όλοι.
Δεν κατάλαβα τί άρεσε στην κριτική επιτροπή, η πλοκή ή το θέμα ή ο τρόπος γραφής. Φυσικά ο συνδυασμός όλων των παραμέτρων φέρνει το αποτέλεσμα.
Τα περασμένα χρόνια δίναν και χρηματικά βραβεία. Τώρα, που έχουμε τόσες ανάγκες, κόπηκαν τα χρήματα … Δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι ήταν μάλλον πολύς ο κόσμος στην Αντωνιάδειο Στέγη το βράδυ της απονομής, που σημαίνει ότι στην πόλη μας υπάρχει ενδιαφέρον γιά τον λόγο.
Ήταν όμως και πολλοί από άλλους τόπους, που ήρθαν ειδικά γιά εκείνο το βράδυ. Τελικά η αίθουσα φαινόταν γεμάτη.
Πριν διαβάσουμε το κομμάτι, που μας είχε ορίσει η Επιτροπή, από το κείμενό μας, είπαμε δυό λόγια, που τα δημοσιεύουμε και αυτά.
Κατ’ αρχάς χαιρετίσαμε τους επίσημους, ήταν και η Κυρία Δήμαρχος και αντιδήμαρχοι, παλαιοί και νέοι.
Είπαμε λοιπόν: ” Δεν ξέρω, αγαπητοί μου, αν είδατε ποτέ σας γυναίκα ή άντρα να υφαίνει. Δεν θα σας μιλήσω γιά τις κινήσεις του σώματος … Ένας χορός, αλλά γιά τα νήματα. Τώρα εδώ ένα χνούδι το παρουσιάζουμε.
Επίσης να πω ότι το δεύτερο πρόσωπο της Θεότητας, της Αγίας Τριάδος, ονομάζεται Λόγος. Αυτός είναι ο μεγάλος μας Έρωτας.
Και αφού πολλοί στον τόπο μας σήμερα ξενίζεστε, δηλαδή φιλοξενείστε, θά ήθελα να ιδήτε φουστάνι βεργιώτισσας, με χίλια λαγκιόλια. Και πολλές χιλιάδες λουλούδια.
Φεύγοντας από εδώ, πάρτε αν θέλετε ένα μπουμπούκι, γιά την πατρίδα σας. Έλεγα να βγάλω, να μαδήσω, τα τριάντα φύλλα από το τριαντάφυλλο του Βραβείου και να σας τα μοιράσω. Αλλά είμαστε πολύ περισσότεροι απόψε εδώ. Και το έταξα στην Παναγία.
Θα Σας παρακαλούσα να μην βγάζετε εύκολα συμπεράσματα.
Ο λόγος είναι σαράκι και σπέρμα. Το σαράκι σε τρώει και το σπέρμα κυοφορείται. Αφήστε να σας φάει λίγο το σαράκι του λόγου, και αφήστε να γίνετε γιά λίγο μήτρα να κυοφορηθεί ο λόγος. Και μετά αποφασίστε.”
Και στην συνέχεια διάβασα το κείμενο. Δεν έλειψαν και τα δάκρυα’ που είτε λόγω κράσεως είτε λόγω γήρατος, συχνά δεν μπορώ να τα συγκρατήσω.
Διαβάστε τώρα το κομμάτι. Κριτικές ευπρόσδεκτες και επιθυμητές.
Ἀντίπασχα νά τό θυμᾶσαι
Τούς χώριζε ἕνας τοῖχος, ἕνας ὑπόνομος καί πολλές παρανομίες κι ἀπ’ τίς δυό μεριές. Αὐτοί ἀπό τή μία μεριά, αὐτός ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά γείτονες ἀγαπημένοι. Παλιοί βεροιωτάδες αυτοί. Ἡ θειαΤίνγκα τά φοροῦσε μέχρι τέλος τά βεργιώτικα καί στήν Κυριώτισσα εἶχαν στασίδι. Ἡ ἄλλη φαμπλιά περατινοί.
Κάπου τό 1963 ἤ καί τό ’64. Τρεῖς μικροί, ξαδέρφια, ὁμώνυμοι, τοῦ 1955 ὁ μεγάλος, τοῦ ’57 ὁ δεύτερος καί τοῦ ’59 ὁ μικρότερος. Μέρες Πάσχα, τά σχολεῖα κλειστά. Γυρόφερναν στά ὑπόγεια, εἶχαν καί ἕναν σκύλο. Ἴσως νά ἦταν Παρασκευή ἤ τό Σάββατο τῆς Διακαινισήμου. Φύλαγαν οἱ πατεράδες, ἀδέρφια, χειροβομβίδες –γιά τόν τρίτο γύρο, ψυθιρίζονταν. Πῆραν τό τσεκούρι οἱ μικροί καί ἔτσι πού κάθονταν γύρω γύρω, πῆραν μία καί τήν πελεκοῦσαν. Ὁ σκύλος κάτι μυριζόταν καί σιγοκλαψούριζε. Κι ἐκεῖ πού τάχα ἔπαιζαν, ἀκούγεται ἕνα μπάμ, καί σέ λίγο ἕνα Μάκηηηη μακρόσυρτο. Ἀπό Θωμᾶς τό Μάκης. Οἱ μικροί λιποθύμησαν κι οἱ τρεῖς, ὁ σκύλος πετάχτηκε μακριά, πρόφτασε, καί δέν ἔπαθε τίποτα. Ὅταν ἔπεσε ὁ κουρνιαχτός, πλησίασαν οἱ μεγάλοι, ἦρθε κι ὁ σκύλος καί τώρα ἔκλαιγε. Ὁ μικρότερος δέν ξαναξύπνησε. Ὅταν τόν κουβάλησαν στό σπίτι, εἶδαν πώς τοὔλειπε ἡ παλάμη καί λίγο ἀπό τήν μία γάμπα, τήν δεξιά. Οἱ ἄλλοι δύο ξύπνησαν μέσ’ στά αἵματα καί τίς πληγές. Ἀλλά ζωντανοί. Κι ἀργότερα, τά καλοκαίρια μέ τά κοντομάνικα καί τά κοντά παντελονάκια τά σημάδια γίνονταν αφορμή γιά ἐρωτήσεις ἀναπάντητες τίς πιό πολλές φορές. Καί τί νά ποῦν τά παιδιά; Πού νά ξέρουν ἀπό τά παιγνίδια τῶν μεγάλων.
Οἱ καλοθελητές πρόφτασαν καί τηλεφώνησαν τήν ἀστυνομία, πού τίς ἔψαχνε μέ τό κερί τέτοιες εὐκαιρίες, τότε.
-ΚυρΝῖκο, τρέχα, τά παιδιά.
Τρέχει καί πετάει ὅ,τι βρῆκε μπροστά του μέσα στόν ὑπόνομο, καί σκορπάει κοπριά, φρέσκια ἀπό τούς σταύλους. Τά σκέπασε.
Ἦρθε ἡ Ἀστυνομία. Μ’ἕνα γκαζάκι ἔπαιζαν τά παιδιά καί τό ἕνα πέθανε ἀπό τά ἀέρια. Τόν πίστεψαν. Τότε γκάζι εἶχαν μόνο κάτι φουφοῦδες πού τίς εἶχαν καί γιά μαγείρεμα, ὄχι σάν τά σημερινά. Τόν πίστεψαν;
Ὁ σκύλος δέν ἡσύχαζε, πάνω κάτω, στό ἀγώι, μέχρι παρακάτω, ἐκεῖ πού μαζεύονταν καί ἄλλοι ὑπόνομοι.
………………………………………………………………………………………………….
Τόν μικρό τόν γέμισαν μέ λουλούδια. Κυριακή πρωΐ, στίς 12 θά τόν σήκωναν.
Ὁ σκύλος κάθεται στά σκαλιά καί κάτι κρατάει στό στόμα, ἥσυχος τώρα, καί προσεχτικά, νά μήν τό δαγκώσει. Τόν εἶδε πηγαίνοντας νἀνάψει τό κερί, καί νά χαιρετίσει τόν μικρό, πού εἶχε τά ἴδια, χρόνια καί ὄνομα, μέ τόν γιό του, πού ἦταν ἀκόμα μέ τήν μάννα τους στό χωριό.
Χάϊδεψε τόν σκύλο καί αὐτός ἀπίθωσε στά πόδια του τό κομμάτι πού περίμενε νά τό ξεβράσει ὁ ὑπόνομος΄ τό βρῆκε, τό πῆρε καί τό ἔφερε. Ἦταν ἡ παλάμη τοῦ μικροῦ, δίχως δάχτυλα, μόνο κρέατα κρέμονταν, τά αἵματα εἶχαν σταματήσει, ξεπλύθηκαν στό νερό καί στά χτυπήματα. Ἔβγαλε τό καθαρό του μαντήλι –πάντα κουβαλοῦσε δύο, ἕνα γιά χρήση καί ἕνα νά τὄχει καθαρό γιά ὥρα ἀνάγκης – καί τύλιξε τό μικρό χεράκι, μέ δίχως δάχτυλα. Τό ἔβαλε στήν τζέπη. Δέν ξέρω ἄν ἦταν λυγμός πού τοῦ ξέφυγε ἤ ἕνα ἀλύχτισμα ἀντίο τοῦ σκυλιοῦ αὐτό πού ἀκούστηκε στά πνιχτά.
Ἀνέβηκε τά σκαλιά καί τά πόδια του ἔτρεμναν. Στό σαλόνι, ἀπάνω στό μεγάλο τραπέζι εἶχαν τό λείψανο. Ἄναψε τό κερί καί πῆγε νά τόν φιλήσει, μέσα στά μαγιάτικα λουλούδια, πού μοσχομύριζε.
Χέρια δέν φαίνονταν. Ἔβαλε τό χέρι του στήν τσέπη κι ἀκούμπησε τό μαντήλι πού εἶχε ζεσταθεῖ. Τό πῆρε προσεκτικά καί τό ἀπίθωσε κάτω ἀπό τά λουλούδια, στήν πιθανή του θέση. Ποιός νά σηκώσει κεφάλι, νά ψάξει τί ἦταν.
Ἦταν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.