Πλούτος και αποθήκες

Πλούτος και αποθήκες

Είμαστε ακόμα στην εβδομάδα με τον άφρονα και τις γκρεμισμένες αποθήκες και θυμήθηκα ένα αγιασμένο πρόσωπο.

Ο μακαρίτης ο κυρ Νίκος μας μίλησε πρώτη φορά γιά το πρόσωπο αυτό και αργότερα πήγαμε στην Δράμα να την γνωρίσουμε.

Η ιστορία που μας είπε ο κυρΝίκος και μας την ξαναείπε η γιαγιούλα είναι η εξής.

Κάποια φορά ένας άγγελος πήρε την Άννα και την πήγε στον Παράδεισο. Εκεί της έδειξε έναν πανέμορφο τόπο και ένα μικρό παλατάκι. Άννα, την είπε, αυτά σε τα έχτισε η αρετή σου.

Και η γιαγιά, όλο έκπληξη και θαυμασμό, απάντησε: η αρετή μου; Ποιά αρετή μου. Δεν ξέρω καμιά αρετή. Και ξαφνικά θυμήθηκε: Άααα, η Αρετή, η φιληνάδα μ’.

Όχι η φιλενάδα σου, η αρετή σου, είπε ο άγγελος.

Ποιά αρετή; Εγώ δεν έχω αρετή. Η φιληνάδα μ’ απ’ του δημουτικό με τα έκαμει.

Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι έχει αρετή η μοναχή Άννα του Δοξάτου, που ζούσε σε ένα χαμόσπιτο, συντροφιά με τους φίλους της, τους αγγέλους και τους αγίους, και την παλιά της φιληνάδα την αρετή, την Αρετή.

Δεν ήξερε τί έχει; Δεν ήξερε γιά τα πλούτη της στον ουρανό. Δεν ήξερε γιά το σπίτι της στον Παράδεισο.

Ούτε να γκρεμίσει, ούτε να ξαναχτίσει. Σε μεγάλη πενία, δίχως πλούτη. Όλα τα έστελνε στον Παράδεισο, η α-Αρετή της.

Να όμως που ο Χριστός μάς δείχνει έναν πλούσιο που έπρεπε να φυλάξει τα πλούτη του. Έδωσε πολύ γέννημα η γη. Πώς να το φυλάξει; Δεν έβλεπε τα ξυλιασμένα χέρια των φτωχών, δεν πρόσεχε τα πεινασμένα στόματα των παιδιών. Ήταν άφρων. Α-φρων, δίχως φρένες και δίχως φρένα. Και εκτροχιάστηκε.

Πολύ τραβηγμένα μας τα λέει η παραβολή. Έ, και άμα υπάρχει κανένας δεν χάθηκε ο κόσμος…

Γιά δες στην παπουτσοθήκη λίγο. Πόσα ζευγάρια παπούτσια μαζεύτηκαν; Μήπως πρέπει να πάρεις καινούργια;

Κύτα λίγο στις ντουλάπες. Μήπως ξεχείλισαν από τα καλοκαιρινά και τώρα που έβγαλες τα χειμωνιάτικα, στρίμωξες όπως όπως τα καλοκαιρινά, μέχρι την Άνοιξη, γιά να αγοράσεις καινούργιες ντουλάπες;

Τι είπες; Γέμισαν τα ράφια, και μάζεψες τα πιο άχρηστα βιβλία στα κουτιά, και τα έβαλες στο πατάρι; Δεν θέλεις, βλέπεις, να τα αποχωριστείς. Σε χάρισαν θαυμάσιες πνευματικές στιγμές. Αλλά έχεις και άλλο παράδειγμα, εκείνος ο σοφός νοίκιασε μια αποθήκες έξω από την πόλη και τα πήγε εκεί τα κουτιά με τα βιβλία που γέμιζαν τα ράφια. Έχεις παράδειγμα, άμα γεμίσει και το πατάρι και το υπόγειο.

Άχ, βρε παιδί μου, τα εγκόλπια έφτασαν τον αριθμό διακόσια. Άσε τους σταυρούς, ξεπέρασαν τους πεντακόσιους. Είναι βλέπεις και αυτοί οι Ρώσσοι, όλο σταυρούς μας χαρίζουν. Δεν ξέρεις τί να κάνεις. Και είναι όλοι τους-οι σταυροί- τόσο χαριτωμένοι. Άλλους τους έχω σε σετ, άλλους κομμάτια. Έχω και κάτι παλιά κομμάτια, μούρλια, αριστουργήματα, από παλαιούς φίλους μου, με τα άφησαν. Έ, τώρα ας τους χαρώ και αργότερα κάνουμε κανένα εκκλησιαστικό μουσείο, μπορεί να δώσω και στο Όρος. Έχει ο Θεός. Δεν ξέρει πώς θα τα φέρει;!

Φτάνουν τα παραδείγματα. Μίλησε παραβολικά ο Χριστός γιά σιτάρι και νομίσαμε πως εμάς δεν μας πιάνει η αφροσύνη.

Ο γερο Παΐσιος – νάχουμε την ευχή του – έλεγε: Μέχρι τώρα δεν είδα σάβανο με τσέπες.

Κι όμως εμείς πιστεύουμε ότι μας βοηθάνε όλα αυτά. Και γινόμαστε οι άφρονες του ευαγγελικού αναγνώσματος. Αλλά, λέμε πως ο Χριστός μίλησε γιά σιτάρι, όχι γιά παπούτσια, ρούχα, βιβλία, κοσμήματα … οι άφρονες …

Και ποιός τελικά είναι ο σώφρων;

Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα.

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Η Άννα δεν χρειάστηκε ούτε να χτίσει ούτε να γκρεμίσει.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top