ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΕΠΙΝΕΙΟ

«Γιαυτό κλαίω κι εγώ…» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Πορφυρίου Ηγουμένου, που κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις Εν πλω, με τριάντα στιγμιότυπα από το Άγιον Όρος, τριάντα όνειρα, του ύπνου ή του ξύπνιου. Τριάντα φωτογραφίες, φωτογραφίες-ζωή στον ιερό Άθωνα… «Όνειρα είναι μόνο για μπροστά, για το μέλλον; Όλη η ζωή όνειρα. Τι περασμένα, τι μελούμενα; Και εκεί που σκέφτεσαι το ύστερα και το μετά, το μέλλον γίνεται παρόν, και πάλι το παρελθόν όνειρα» γράφει στον πρόλογό του ο συγγραφέας. Με μια ιδιαίτερα λογοτεχνική γραφή, ο π. Πορφύριος, που έζησε τριάντα χρόνια στο Άγιον Όρος και τώρα διακονεί ως ηγούμενος της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου στη Βέροια, καταγράφει πολύτιμες στιγμές-μαργαριτάρια μιας βαθιά εσωτερικής ζωής. Πρόσωπα, περιστάσεις και βιώματα, όλα συναρμοσμένα με τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της ζωής του μοναχού στο Όρος: φως και δάκρυ! Ο Ηγούμενος Πορφύριος μίλησε στον Μάκη Παπαγεωργίου για το βιβλίο, του οποίου το εξώφυλλο, τα χαρακτικά και τα στολίδια φιλοτέχνησε ο Μάρκος Καμπάνης
-Γέροντα, αληθεύει ότι τα δάκρυα αποτελούν ζωογόνο στοιχείο κάθε πνευματικής ύπαρξης;
Μακάρι νά ἔχουμε δάκρυα, ἀδερφέ μου. Λένε πώς καί τά ἐλάφια κλαῖνε. Εἶδα καί μία γάτα νά κλαίει πάνω δίπλα σέ μία ἄλλη πού δέν ζοῦσε. Καί τά σκυλιά κλαῖνε. Πῶς νά μήν κλάψεις ὅταν φεύγει γιά τόν οὐρανό ἀγαπημένο πρόσωπο. Καί μαλακώνεις. Καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δάκρυζε. Ἄς ποῦμε πώς μέ αὐτά τά δάκρυα ἀρχίζεις. Ἄλλο σταλλαγμός καί ἄλλο σταγών καί ἄλλο ρεῦμα καί ἄλλο ποταμός καί ἄλλο χῦμα δακρύων. Μιλᾶμε τώρα γιά τά δάκρυα τῆς νήψης. Ὅλα σιγοῦν καί ἀνοίγουν οἱ πηγές τῶν δακρύων. Εἶμαι σκουπίδι΄εἶμαι στά πόδια καί κάτω ἀπό τά πόδια τῶν συνανθρώπων μου΄Δέν ἀξίζω τίποτα΄Σέ πρόδωσα ἐγώ΄Σέ ἀρνήθηκα καί κάθε μέρα ἀπομακρύνομαι ὅλο καί πιό μακριά ἀπό κοντά Σου΄Πῶς νά ἀντέξω τήν ἐρημιά; Πῶς νά ἀντέξω τήν μοναξιά; Πόσο νά ἀντέξω μακρυά Σου; Κάνω νά γυρίσω καί φεύγω μακρύτερα. Ἔλα Ἐσύ, δεῖξε μου τό δρόμο, Φῶς μου. Γύρνα με πάλι κοντά Σου, Κύριε. Σέ ἀγαπῶ ἀλλά σέ ἀρνιέμαι. Δέν ξέρω τί θέλω. Δέν ξέρω τί νά θέλω. Πνίγομαι ἀπό τούς καπνούς τοῦ ἐγώ μου. Ἐλέησέ με΄ἐλέησέ με. Δέν τολμῶ νά Σέ πῶ σῶσέ με.  Καί σφίγγεις τήν καρδιά σου. Καί πελεκᾶς τήν καρδιά σου. Καί βγαίνουν ἄλλα δάκρυα. Καί ὕστερα ἀρχίζεις: Ἦρθες, Ξένε μου΄ Ἦρθες, Φῶς μου. Ποῦ νά Σέ βάλω νά κάτσεις; Πῶς νά χωρέσεις, ἀχώρητε;  Καί λόγια ἄλλης ἀγάπης. Πιό πάνω ἄλλα δάκρυα. Πιό πάνω ἄλλα δάκρυα. Καί ὕστερα, σέ ὅποιον ἔφτασε ἐκεῖ, σταματοῦν τά δάκρυα. Καί χάνεσαι. Καί βλέπεις. Ἔσκαψες τό σκληρό χῶμα τῆς καρδιᾶς, τό χωράφι σου τό γεώργησες. Τό πότισες. Τό ἔσπειρες. Καί φύτρωσε. Καί φυτρώνει. Καί ἔρχεται ὁ νοικοκύρης. Καί κολλᾶς. Καί γίνεστε ἕνα. Καί δέν ξέρεις τί γίνεται καί ποῦ γίνονται ὅλα αὐτά καί ὅταν τελειώσεις θαυμάζεις τό πῶς γίνονται αὐτά πού γράφουν καί τά βιβλία, ὅσα δηλαδή μποροῦν νά γράψουν. Ἐσύ, ἐγώ, ὁ καθένας, κάθεσαι στό σκαμνάκι σου καί λυώνεις καί σβύνεις καί χάνεσαι. Καί ἄλλος σέ κουμαντέρνει. Ὁ Ἄλλος. Καί ὕστερα φεύγει. Καί μένεις ἀπαρηγόρητος. Καί πάλι κλαῖς. Ἄλλα καί αὐτά τά δάκρυα. Ἔ, κάπως ἔτσι περνάει ὁ χρόνος καί ὡριμάζεις. Καί τό ἔγγραφο πρέπει νά τό σφραγίσει καί νά τό σφραγίζει ὁ Γέροντας, γιατί ἀλλοιῶς χαθήκαμε καί πάει. Πόνος, ἀδερφέ μου, γλυκός καί βαθύς. Σέ ποιόν νά τά πεῖς; Σέ ποιόν νά μιλήσεις; Ποιός θά σέ καταλάβει; Ποιός νά σέ καταλάβει; Καί στό κάτω κάτω γιατί νά φανερώσεις τούς θησαυρούς σου; Θά τούς χάσεις. Κατάλαβες;
-Πώς προέκυψε αυτό το τόσο λογοτεχνικό ύφος γραφής; Δεν θα περίμενε κανείς πως ένας αγιορείτης μοναχός θα έκρυβε μέσα του λογοτεχνική φλέβα.
Δέν ξέρω πόσες φλέβες ἔχει τό ἀνθρώπινο κορμί. Διαλέγεις μία καί τήν κάνεις δική σου. Εἶναι καί τό ἄλλο. Ὁ λόγος μας, γιά ἐμᾶς, ἄν θέλεις τούς ρασσοφορεμένους, μιλάω, εἶναι πολύ φωχός. Πού σημαίνει δέν διαβάζουμε. Εἶναι σκληρός ὁ λόγος μας. Γιατί εἶναι σκληρή ἡ καρδιά μας, ἀγεώργητη. Ποιός νά ἀντέξει τόν πόνο, πού ἀπαιτεῖ τό ἀμπέλι. Καί ἀντί νά ἱδρώσουμε μένουμε στήν φτώχεια μας, πού εἶναι ἡ μοναξιά μας.
Νά σέ πῶ καί κάτι ἄλλο. Μαθήτευσα στόν Πεντζίκη, τόν μακαρίτη τόν κυρΝῖκο. Ὅμηρο στή Σχολή μᾶς ἔκαμνε ὁ κύριος Μαρωνίτης. Ἀπό τήν μεριά του ὁ καθένας δύσκολος δάσκαλος. Καί ὁ ΓεροΓελάσιος ἦταν μεγάλος ποιητής. Ὁ Γέροντας ὅταν πῆγε στά Μετέωρα ἔκαψε ὅ,τι εἶχε γραμμένο καί ἄρχισε νά σμιλεύει ψυχές. Ἄλλη ποίηση αὐτή. Θέλει νά μαθητεύσεις ἀλλά κυρίως νά παιδεύεις τόν λόγο.
-Βιώσατε στο Άγιο Όρος σχεδόν τριάντα χρόνια. Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε από τη διάρκεια όλων αυτών κάποια συγκλονιστικά στιγμιότυπα, ή η καθημερινότητα η ίδια αποτελεί μέρος του αγιορείτικου συγκλονισμού;
Τό πιό δυνατό πού ζῶ ἀπ’ ὅταν πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὅτι ἔμεινα ἔφηβος. Εὔκολα ἀνάβω, ἀμέσως σβύνω καί παιδεύομαι, πελεκάω τήν ἀρκούδα τήν καρδιά μου. Αὐτό μέ ἄρεσε ἀπό μικρός καί στόν ἱερό Ἄθωνα τό ἔβαλα σκοπό καί στόχο. Λίγο πιό μεγάλος ἀπό παιδί, στά δεκαεφτάμιση πῆγα στόν Γέροντα, ἄντε νά ἔγινα δεκαοχτώ. Καί ἐκεῖνος ὁ ἔρωτας μέ κρατάει. Ἔμαθα καί κάτι ἄλλο στό Ὄρος΄νά πεθαίνω καί νά χαίρομαι τήν κάθε στιγμή, ὅπως ξεκουκκίζεις τό κομποσχοίνι. Χαρά καί κόμπος, κόμπος καί χαρά. Χαρά πού πηγάζει σάν ἀναβρυτό, κελλαριστή, πῶς νά στό πῶ. Καί νά τήν κρύβεις, γιατί πολλοί φοβοῦνται νά χαροῦν. Ἐμεῖς, ἡ ἄλλη γενιά, πεθαίνουμε καί χαιρόμαστε, χαιρόμαστε πού πεθαίνουμε, κάθε στιγμή καί ἐφάπαξ. Τί νά σέ πῶ, φίλε μου, πανηγύρι.
Τό Ἅγιο Ὄρος εἶναι καί μία μυστική εὐλογία γιά ἐμᾶς τούς ἄντρες. Βλέπεις ἡ μάννα Εὔα-γυναίκα-μᾶς ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τόν Παράδεισο. Ἡ Μάννα ἡ Θεοτόκος μᾶς χάρισε τό Περιβόλι της. Μεγαλεῖο νά τό καταλάβεις καί νά τό ζεῖς. Καί ὁ Υἱός της μεγάλος ἔρωτας, πού ὅσο φεύγει τόσο σέ τρελλαίνει καί ὅταν ἔρχεται σέ ξετρελλαίνει. Τί νά πεῖς.
-Το Άγιο Όρος είναι μια μοναστική πολιτεία εδώ και περισσότερο από μια χιλιετία. Ποιος είναι ο ρόλος του χρόνου στον Άθωνα;
Τί; Ὁ χρόνος; Ὁ μεγάλος ἐχθρός. Βλέπεις ὁ Παῦλος εἶπε πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων καί δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος. Ὁ χρόνος τόν παίδευε, ἀλλά τό γεγονός τό ζοῦσε. Πῶς νά ξεχάσεις τέτοιο πράγμα, ξεχνιέται; Τό Ἅγιο Ὄρος εἶναι περιβόλι. Ὅ,τι θέλεις γίνεσαι, ὅτι θέλεις βρίσκεις. Ἕνα τραγούδι ἐδῶ στήν περιοχή, μοιριολόϊ, λέει: Τί λογιό λουλούδι νά γένω, ποῦ νά πάνω νά φυτρώσω. Βαθειά θεολογία σέ λαϊκόν λόγο. Παλεύεις στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς καί ἐκεῖ χρόνος δέν ὑπάρχει. Τώρα ἄμα πιάσεις τά ἡμερολόγια, σχίσματα καί δέν συμμαζεύεται. Λές καί ὁ Θεός ἐγκλωβίζεται στόν χῶρο καί τόν χρόνο τόν δικό σου.
-Χιλιάδες επισκεπτών κατακλύζουν συνεχώς τα μοναστήρια και κάθε γωνιά του Αγίου Όρους. Ο καθένας από αυτούς κουβαλάει μαζί του προβλήματα και αγωνίες, αναζητώντας λύσεις και απαντήσεις από τους μοναχούς. Θα προτιμούσατε μια μοναστική ζωή χωρίς επισκέψεις και ξένες έγνοιες; 
Δέν λές καλά πού εἶναι καί τά μοναστήρια καί ξεκουράζεται λίγο ὁ κόσμος; Πολύ μἀρέσει ἐκείνη ἡ φράση «θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ». Ξέρεις, τό ὄπιο τό χρησιμοποιοῦν καί στίς ναρκώσεις, γίνεται ἡ ἐγχείρηση, θεραπεύεται τό μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος καί δέν καταλαβαίνεις. Μεγάλη ἀλήθεια πού αὐτοί πού τήν λένε δέν κατάλαβαν τί εἶπαν. Τό παίζουν καί ἀντράκια, δῆθεν παλεύουν στήν ζωή καί ἄλλα τέτοια. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, θέλουμε παρηγοριά, τήν Παραμυθία, τήν Ἐπίσκεψη, τήν Γοργοϋπήκοη. Αὐτοί τό παίζουν δυνατοί. Ἐμεῖς νοιώθουμε κομμάτια. Καί νά δοῦμε ποιός θά νικήσει τόν Ἅδη.
Αὐτό μέ τά προβλήματα, ἄν δέν ἤμουν μοναχός, θά τό ἔλεγα μέ μία πολύ συνηθισμένη καί ἄρα ἀκίνδυνη λέξη. Τέλος πάντων. Δέν πιστεύω σέ προβλήματα, τίς προβληματικές καί τού προβληματικούς ἀνθρώπους. Πιστεύω στόν Χριστό, δηλαδή ἀγωνίζομαι νά πιστέψω, καί τόν δοξάζω πού μᾶς δίνει τήν δύναμη νά παλεύουμε τό καθ’ ἡμέραν μέ τόν μοναδικό μας ἀντίπαλο, τόν τριοκέρατο΄ κόσμος, σάρκα καί σατάν.
Στό Ἅγιο Ὄρος ἕνα γεροντάκι κρατοῦσε τήν οὐρά τοῦ γαϊδάρου πού τόν πήγαινε στό καλύβι΄ ἦταν βλέπεις νύχτα, ἦταν καί τά ρακιά, καί πήγαιναν. Περνάει ὁ γεροτάδε καί τόν φωνάζει΄ Ἔι, γέροντα, θά σωθοῦμε; Τί; Γιά ποιόν τόν ἔχει τόν Παράδεισο ἡ Παναγία, Γιά σένα γιά μένα γιά τούς πατέρες΄ ἀπάντησε. Σοῦ λέει τίποτα, ἀδερφέ μου, αὐτό; Τί προβλήματα καί τί ἀνοησίες. Ὅταν σοῦ λέει τό ὑπουργεῖο ὅτι θά καλυτερέψει τήν παιδεία καί ἡ ὑπουργίνα ἀπαγορεύει τήν προσευχή στά σχολεῖα, δέν μᾶς κοροϊδεύουν; Ὅμως ἀδερφέ ἘΓΏ ἔμαθα ὅτι ὁ Γερο Ὅμηρος ἦταν τυφλός καί γύριζε καί τραγουδοῦσε καί τά τραγούδια του εἶναι ἀξεπέραστα. Γράψε καί ἕνα ἀκόμα, ἄν θέλεις, ὁ ΓεροΘεολόγος ὁ Ἰωάννης ἔγραψε τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο πού ἔχει τό μακάριο ὄνομά του ξέρεις σέ τί ἡλικία; Ψάξε βρές το. Τί νά μᾶς ποῦν οἱ χθεσινοί, λαοί πού συμπληρώνουν δέν συμπληρώνουν ἑκατονταετία. Γίνεσαι γιός ὅποιου θέλεις.
Ὕστερα ἀπό ὅλα ὅσα λέω, καταλαβαίνεις ὅτι μοῦ ἀρέσει πολύ ἡ ζωή καί ἀγαπῶ τούς ἀνθρώπους. Νά γινόμουν μιά ἀγκαλιά νά ξεκουράσω ὅλον τόν κόσμο. Μπορῶ; Ὁ Γέροντας μέ εἶπε: «σκέπτομαι νά σέ κάνω μοναχό. Λέω: Δέν ξέρω κολύμπι. Λέει: Αὐτό μἀρέσει, νά βλέπω τά παιδιά μου νά παλεύουν μέ τά κύματα.»
Τώρα γιά τίς ἀπαντήσεις, ἀλοίμονό μας. Γίναμε τυφλοσοῦρτες. Θεός φυλάξοι. Καί τρέχουν πίσω ἀπό τούς Γεροντάδες, σάν τήν ἀρκούδα πίσω ἀπό τόν γύφτο. Αὐτό εἶναι ἐκκλησία; Ἄν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι- πού σήμερα γιορτάζουμε τήν ἁγία μνήμη τους -εἶχαν τέτοιο ἦθος, γεμάτοι μιζέρια καί κακομοιριά, ἀκόμα θά μάλωναν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ Νόμου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως μᾶς ἀνοίγει τήν καρδιά γιά νά πετοῦμε καί νά βλέπουμε μπροστά καί μακριά καί νά μήν γυρίζουμε πρός τά πίσω.
Τώρα γιά τίς ἀγωνίες, θέλουν φαρμακευτική στήριξη. Ὁ ἀγώνας θέλει χειροκρότημα καί καλή ζωή. Αὐτήν τήν ζωή τήν διδάσκει ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, δηλαδή τά μοναστήρια μας.
Σ’ εὐχαριστῶ, καί σένα ἀδερφέ, καί ὅσους θά ἀντέξουν νά κάνουν ὑπομονή καί νά μᾶς διαβάσουν. Κύτα, μή μοῦ ζητᾶς μασημένη τροφή καί χυλό. Καί νά εὔχεστε.
Μάκη, χαῖρε. Κόψε ὅ,τι θέλεις, μόνο νά βγαίνει νόημα.
Καλή δύναμη & καλή ἐπι-ἀπο-τυχία

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top