Αρχιμ. Πορφύριος, Ηγούμενος Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας | Romfea.gr
Και χθες και προχθές έγινε λόγος γιά άφωνους φόνους.
Την μία ημέρα ανακοινώθηκε ότι οι νεκροί από αυτούς τους φόνους στην γερασμένη πατρίδα μας φτάνουν τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες θύματα.
Την άλλη παρουσιάζεται ένας γιατρός, με χέρια βουτηγμένα στο αίμα, να εξομολογείται ότι διέπραξε, μόνο αυτός, εξηνταπέντε χιλιάδες φόνους αυτού του είδους, και τώρα, ένα συντρίμμι ο ίδιος, μετανοιώνει.
Πράγματι, οι περισσότεροι φονείς μετανιώνουν. Αλλά, τί το θέλεις; ο φόνος έγινε. Και, το τραγικότερο, αυτά τα θύματα είναι βουβά και μένουν αναπολόγητα.
Μόνο τινάζονται, ανοίγουν τα ματάκια τους και χτυπούν χεράκια και ποδαράκια, εν όσω πλησιάζει η φόνισσα η τανάλια του … γιατρού.
Όχι μόνο δεν τολμάει κανείς να ονομάσει αυτούς τους γιατρούς «φονιάδες», αλλά, επί πλέον, έρχεται το κράτος και λέει ότι είστε νόμιμοι, κύριοι γιατροί, εσείς ειδικά, να σκοτώνετε ανυπεράσπιστους, όταν σας ζητηθεί, ή όταν εσείς κρίνετε ότι «λόγοι υγείας» επιβάλλουν τον φόνο.
Και αν κάποιος τέτοιος χειρουργός προβάλλει αντίσταση στο έγκλημα, υφίσταται κυρώσεις, μέχρι και απόλυση.
Στους φόνους αυτούς δεν υπάρχει Ραχήλ να κλάψει τα τέκνα της, ούτε ακούγονται θρήνοι εν Ραμᾷ. Μόνο σε κανένα εξομολογητήριο, το πετραχήλι του πνευματικού προσπαθεί να σκουπίσει τα σπαρακτικά δάκρυα και να απαλύνει τον πόνο κάποιας καρδιάς που αιμορραγεί γιά ολόκληρα χρόνια, γιά μιά ζωή.
Αντιμετώπισα, σαν πνευματικός, αν και ολιγόχρονος, τέτοιες άτεκνες μαννούλες. Και αν αρχίσω να διηγούμαι τα δυστυχήματα, θα πλημμυρίσει η ιστοσελίδα δάκρυα, πολλές φορές δίχως μετάνοια, και άλλες φορές ασταμάτητα.
Ναι, πονάνε πολύ αυτές οι μάννες που δεν κράτησαν τελικά το σπλάγχνο τους στην αγκαλιά τους, και δεν το βύζαξαν και δεν το χάϊδεψαν και δεν το έλουσαν στα σωτήρια νάματα της κολυμβήθρας, παρά το έπνιξαν στα αίματα από το ίδιο τους το διαμελισμένο κορμάκι.
Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο γιά να ζητήσω ευθύνες, ούτε να κοστολογήσω αμαρτήματα. Απλά, θέλω να μιλήσω γιά την φιλόστοργη μάννα, που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία, και γιά το πώς αυτή η γλυκύτατη μαννούλα μας προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο στις άτεκνες και άμοιρες αυτές μαννούλες.
Διαβάζω φυλλάδια, «ορθόδοξα» και φρίττω από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι καλοί χριστιανοί γιά αυτά τα τραγικά πρόσωπα, που κατέληξαν στην πράξη αυτήν, την ακατονόμαστη.
Μάλιστα, κυκλοφορούν και dvd, που σε κάνουν να πλαντάξεις από το κλάμα. Και αν τύχει να παρακολουθήσει αυτόν τον ακήρυκτο πόλεμο καμιά τέτοια μανούλα, κάνει μέρες να συνέλθει και δεν την πιάνει ύπνος.
Λες και δεν ξέρει αυτή σε τί έγκλημα συνήργησε, θέλουμε να βάλουμε το μαχαίρι ακόμα πιό βαθειά, και στην ορθάνοιχτη πληγή να ρίξουμε και αλάτι.
Όμως η Εκκλησία δεν σκέφτεται όπως εμείς, οι «αναμάρτητοι», που στέλνουμε στην πιο βαθειά κόλαση τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα, κι ας ακούν στο γλυκό όνομα «μάννα». Θα ήθελα να αναφέρω και το ότι οι πιο πολλοί πνευματικοί, από όσους συζήτησα, επιβάλλουν τον ετήσιο κανόνα της αποχής από το Ποτήριον της Ζωής, αλλά αγνοούν την συγκεκριμένη μικρή Ακολουθία.
Υπάρχει στο Μέγα Ευχολόγιο. Αλλά και αυτό το Βιβλίο είναι φαίνεται πολύ ακριβό και λείπει από την βιβλιοθήκη του ιερέα και μάλιστα του πνευματικού – εξομολόγου.
Ένα απόσπερο, στο πίσω μπαλκόνι της Σιμωνόπετρας, κλάψαμε πολύ με έναν μαθητή του Οσίου πατρός ημών Σωφρονίου, του κτίτορος της Μονής του κήρυκος της μετανοίας, μείζονος εν γυναιξί γυναικών, του Τιμίου Προδρόμου εν Αγγλίᾳ.
Με καίει το θέμα, γιατί είδα μαννούλα με οχτώ κοιλιές, οχτώ γέννες, να κλαίει απαρηγόρητα, μέχρι τώρα που ξεπέρασε τα ενενήντα, γιά παλαιές της αστοχίες.
Εκείνος ο Άγιος Γέροντας, ο συμπαθής αγιορείτης όσιος, ήταν πολύ φιλόστοργος, και πολύ μπροστά γιά την καθημερινότητα του ελλαδιστάν.
Δεν θα πώ τί εφάρμοζε ο ίδιος ως πνευματικός, γιατί χρειάζεται μεγάλη εγχείρηση στένωσης καρδίας, γιά να κατανοηθεί το πέλαγος της ευσπλαγχνίας και της αγάπης του μακαριστού πατρός – να έχουμε την αγία του ευχή.
Ας δούμε λίγες φράσεις από την Ευχή της Ακολουθίας «εις γυναίκα αποβαλλομένην».
Η ευχή παρουσιάζει «την γυναίκα, όταν αποβάλληται», ως περιπεσούσαν, εκουσίως ή ακουσίως εις φόνον. Κανείς δεν αμφιβάλλει γιά τον φόνο, αλλά περιέπεσε, είτε εκουσίως είτε ακουσίως.
Και όταν βλέπεις μία γυναίκα πεσμένη στην λάσπη και αιμόφυρτη, δεν την κλωτσάς, να την αποτελειώσεις, αλλά προσπαθείς να την ανορθώσεις.
Για αυτό και λέει: ελέησον, κατά το μέγα σου έλεος. Πράγματι, το μέγα έλεος της θείας ευσπλαγχνίας οφείλουμε να το συγκινήσουμε με κάθε τρόπο.
Και χρειάζεται τρόπος ώστε η παράκλησή μας «και διαφύλαξον αυτήν από πάσης του διαβόλου μηχανουργίας» να της δώσει φρουρόν «άγγελον φωτεινόν» γιά να την περιφρουρήσει από πάσης επελεύσεως των αοράτων δαιμόνων.
Και η Ευχή συνεχίζει, με μεγαλύτερη στοργή: «Ναι, Κύριε, … , καθάρισον αυτήν από του σωματικού ρύπου και των επερχομένων ενοχλήσεων σπλαχνικών, και έξαξον αυτήν, διά της πολλής σου ελεημοσύνης, εν τω ταπεινώ αυτής σώματι … . Επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε την ασθένειαν ημών των καταδίκων και συγχώρησον τη δούλη σου …».
Σε άλλες συγχωρητικές ευχές τέτοιες γλυκές εκφράσεις και ανθρώπινες δεν συναντάμε εύκολα.
Η λέξη ταπεινό (σώμα) σημαίνει εξαθλιωμένο και ταλαιπωρημένο εις τέλος, πέραν πάσης ταπεινοσχημίας.
Σπαράζουν τα σπλάγχνα της και οι δαίμονες καιροφυλακτούν να την συντρίψουν και να απελπιστεί, και να ρθεί ο ιερέας συνεργός των δαιμόνων, που θέλουν να κερδίσουν αυτήν την χαμένη ψυχή; Μη γένοιτο.
Προφανώς, δεν προτείνουμε τον φόνο, αλλά πληγή αιμορροούσα προσπαθούμε να γιάνουμε.
Αλλά, ήδη ο λόγος έγινε μακρύς και ίσως να κούρασε. Καιρός σιωπής, μετά γνώσεως, και δακρύων αειρρόων, αδελφοί. Και γιά τα άωρα αποκυήματα και γιά τις άτεκνες μάννες.
«Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι εν αυταίς ευρίσκομεν τον φιλάνθρωπον και φιλόστοργον και τραυματίαν Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν ημών», αδελφοί.